Μάτρων ο Πιτανεύς, Αττικό δείπνο: αθηναϊκή γαστρονομία και η παρωδία της


Ο Μάτρων, από την αιολική Πιτάνη της Μυσίας, έζησε κυρίως στην Αθήνα και υπήρξε σύγχρονος του Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του (τέλος 4ου αιώνα π.Χ.). Ήταν συγγραφέας επικών ποιημάτων που παρωδούσαν το ομηρικό ύφος, κυρίως σε θέματα γαστρονομίας. Το κυριότερο έργο του υπήρξε το Δείπνον αττικόν. Δεν πρόκειται όμως για απλή παρωδία, αλλά και για μια προσπάθεια δοκιμής του εξάμετρου στίχου του έπους σε νέα θέματα.

1.Αττικόν δείπνον
(Supplementum Hellenisticum 534)


Tα δείπνα ψάλλε μου, Μούσα, τα πάρα πολλά και πολύτροφα,[1]
που σε μας ο ρήτορας Ξενοκλής[2] στην Αθήνα παρέθεσε.
            Γιατί πήγα κι εκεί και μεγάλη πείνα πίσω μου ερχότανε.
    Είδα εκεί πολύ ωραία ψωμιά και μεγάλα, πιο λευκά κι απ' το χιόνι, 
    σαν να έτρωγες ψωμάκια από στάρι ανάλεστο,                                 
    που κι ο Δρομέας[3] τ’ αγάπησε, την ώρα που ψήνονταν.
            Ο Ξενοκλής ο ίδιος στους καλεσμένους γυρνούσε ανάμεσα,
            πήγε και στάθηκε στο κατώφλι και κοντά του βρισκόταν
ο Χαιρεφών ο παράσιτος,[4] με πεινασμένο που έμοιαζε γλάρο
νηστικός, που γνώριζε να τρώει καλά στα δείπνα τα ξένα.[5]
Στο μεταξύ έφερναν φαγητά και τα τραπέζια γεμίζανε οι μάγειροι,
υπεύθυνοι για του φούρνου το μέγα το θόλο,
με καθήκον το χρόνο του δείπνου 
να επισπεύσουν ή να τον παρατείνουν.
Τότε όλοι οι άλλοι στα λαχανικά απλώνανε χέρι,
εμένα όμως δε μ’ έπειθαν, μα έτρωγα παστά φαγητά,
στρείδια με κορμί μαλακό, βρούβες, σπαράγγια,
            στην άκρη αφήνοντας το ωμό παστωμένο 
            κρέας του τόννου, τροφή των Φοινίκων.[6]       
           Αμέσως έριξα αχινούς με αγκάθια μακριά,
           κι εκείνοι κυλώντας κάνανε θόρυβο στα πόδια των δούλων
[σε χώρο ανοιχτό, όπου τα κύματα την ακτή την σκεπάζουν]. [7]
Πολλά απ' το κεφάλι σύρριζα τράβηξα αγκάθια.
Ήρθε κι η σαρδέλα απ' το Φάληρο, του Τρίτωνα εταίρα,
τα δυο της τα μάγουλα με βρώμικο μαντήλι καλύπτοντας[8]...
αυτούς τους αγαπούσε ο Κύκλωπας...
 ...στα όρη ξεφυτρώνουν.[9]
Πίνες[10] ήρθε φέρνοντας στα ηχηρά τα δωμάτια,
που τις τρέφει το άσπρο νερό στις γεμάτες με φύκια τις πέτρες....
            ...χοντροφτιαγμένη γλώσσα, μπαρμπούνι με μάγουλα κόκκινα.
            Απάνω του εγώ ανάμεσα στους πρώτους άπλωσα χέρι με νύχια δυνατά,
            να το τραυματίσω όμως δεν πρόλαβα, με τύφλωσε ο Φοίβος Απόλλων.
            Τον Στρατοκλή, τον ικανό στη τέχνη τους αντιπάλους να διώχνει,
όταν τον είδα να βαστά στο χέρι κεφάλι ιπποδαμαστή μπαρμπουνιού,
            πάλι τη μάχη έπιασα και στο λαιμό του τον άπληστο τον κέντησα.
            Ήρθε και του Νηρέα η κόρη, η αργυρόποδη Θέτιδα,
            καλοπλόκαμη σουπιά, ονομαστή θεά φοβερή,
      η μόνη που, αν κι είναι ψάρι, το άσπρο και το μαύρο γνωρίζει.[11]
Είδα και τον Τιτυό,[12] πολυδόξαστο χέλι της θάλασσας,
            ξαπλωμένο μεσα τη χύτρα. Απλωνόταν αυτός σε τραπέζια εννιά.
            Στα χνάρια του χέλι του γλυκού νερού ακολούθαγε, θεά ασπροχέρα,
            που καυχιέται ότι έσμιξε στην αγκάλη του Δία,[13]
            από την Κωπαΐδα, απ' όπου των παχουλών των χελιών κρατά η γενιά,              
            τεράστιο: ούτε καν δυο άντρες αθλητικοί,
            σαν τέτοιοι που ήτανε ο Αστυάναξ κι ο Αντήνωρ,[14]
            θα το σηκώνανε απ' το έδαφος εύκολα να το βάλουνε πάνω στο κάρο.
Γιατί ήταν στο ύψος τρεις σπιθαμές[15], στο πλάτος εννιάπηχο[16],
            αν και γεννήθηκε στο μήκος εννέα οργιές. [17]
Πολλές φορές πάνω – κάτω μέσα από τις σειρές των καλεσμένων ήρθε ο  μάγειρας,     
σείοντας δίσκους φαγητά στον δεξί του τον ώμο.
            Πίσω του έρχονταν μαύρες χύτρες σαράντα,
            κι άλλες τόσες κατσαρόλες απ' την Εύβοια ακολουθάγανε.
            Ήρθε κι η Ίριδα η αγγελιαφόρος, ανεμόποδη, γοργό καλαμαράκι,
η πέρκα η ανθηρόχρωμη, το μελανούρι του λαού,
            που αν και θνητό τ' αθάνατα ακολουθεί τα ψάρια.
            Μονάχα το κεφάλι του όρκυνος, [18] του γιου της σπιλιάδας,
           έφευγε μακριά μας χολωμένο γιατί τον σηκώνανε 
μέσα στα πιάτα και τον παίρνανε. [19]         
            Κι ήταν κι αυτό μια συμφορά που ορίσανε οι θεοί για τους ανθρώπους.            
            Ήρθε κι η ρίνα, [20] που περισσά οι μαραγκοί αγαπούνε,
η τραχιά, μα καλή των παιδιών της τροφός. [21]
Στ' αλήθεια εγώ σάρκα απ' τη δικιά της δε γνωρίζω γλυκύτερη. 
Ψητός ήρθε μέσα ιππότης σφύραινα[22] πελώρια,
όχι μονάχη. Μαζί της από πίσω ερχόντουσαν δώδεκα σαργοί
και γουφάρι κυανόχρωμο μέγα,
που όλα γνωρίζει τα βάθη της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα.                     
            Ήρθαν και οι γαρίδες, του Ολύμπιου Δία οι ψάλτες,
            απ’ το γήρας καμπούρες, καλές όμως στο πάστωμα.
Ήρθε τσιπούρα, που πιο ωραίο στέκεται ανάμεσα στα άλλα τα ψάρια,              
καραβίδα κι αστακός που επιθυμούσε πάλι το θώρακά του να φορέσει[23]
στων μακαρίων τα δείπνα. Σ' αυτά απλώσανε χέρι οι συνδαιτυμόνες,
αυτά στο στόμα τους βάλανε κι αρπάξανε ένα από δω από εκεί το άλλο.
Σ' αυτά ήτανε άρχοντας ηγεμόνας ο έλλοψ, [24] ο ξακουστός στο δόρυ, [25]
που πάνω του, αν και χορτάτος, με δύναμη το χέρι μου άπλωσα,
να τον γευτώ ποθώντας. Αμβροσία μου φάνηκε,
που μόνη την τρώνε οι μακάριοι θεοί οι αιώνιοι.
Ύστερα πρόσφερε σμέρνα: όλο το τραπέζι το κάλυπτε,
με τη ζώνη της, [26] που όλο χαρά τη φόραγε στο λαιμό της τριγύρω,
όταν στο κρεβάτι του μεγαλόκαρδου γιου του Φιδιού[27] ανέβηκε.
Μας πρόσφερε και σάνταλα[28] αιώνια των αθανάτων.
Και γλώσσα έφερε κολυμβητή στη θάλασσα που μουρμουρίζει
κι ύστερα τσίχλες πάνω στην ακμή τους που ψηλά πετούν[29]
και τρέφονται στα βράχια, βροχερές υάδες. [30]
Κι ανάμικτα φαγγριά και γουλιανοί, κορύφαινες,[31]
μουρμούρες. Κι απέναντι μεγάλος σπάρος.
Ο μάγειρας τα έφερε και τα άπλωσε -τσιτσίριζαν ακόμη-
και τσίκνα το σπίτι γέμισε. Μας έλεγε κι απ' αυτά να τρώμε.
Εμένα όμως μου φάνηκε πως τούτα είναι 
φαγητά των γυναικών, γιατί άλλα είχα στο νου μου.
Απλωμένο ήτανε πιάτο που κανένας καλεσμένος δεν τ’ άγγιζε,
σε χώρο καθαρό, όπου ανάμεσα στις χύτρες είχε χώρο...
κατόπιν  κοτσύφι ήρθε μοναχό για δοκιμή πανέτοιμο.
Ανέγγιχτο δεν ήτανε, και άλλοι το ποθούσαν.
Μπούτι σαν είδα, άρχισα το τρέμουλο. Σινάπι ήταν δίπλα του
όλο μοσχοβολιά και μακριά τα χέρια μου δεν κράτησα.
Κι αφού δοκίμασα αρχίνισα το κλάμα, γιατί αύριο πια
αυτά ξανά δε θα ’τρωγα, μα με τυρί, με κριθαρόψωμο ευκίνητο θα ’πρεπε[32]...
η κοιλιά μου άλλη αντοχή δεν είχε, την πίεζε η χόρταση.
Την δάμαζαν ο μέλας ο ζωμός, τα μπούτια τα εφτά.
Και ένας δούλος έφερε πάπιες της Σαλαμίνας δώδεκα,
από τη θάλασσα την ιερή, πολύ παχιές. Ο μάγειρας
της άπλωσε εκεί που ξαπλωμένες ήταν των Αθηναίων οι φάλαγγες.[33]
Κι ο Χαιρεφώντας κοίταξε μπρος και πίσω
να καταλάβει τα πουλιά, κατάλληλα να φάει. [34]
Έτρωγε σαν λιοντάρι, αρνίσιο μπούτι στην παλάμη βάσταγε,
για να 'χει πάλι φαγητό σαν πήγαινε στο σπίτι...
Έφτασε και πλιγούρι, στην όψη του γλυκό, 
που ο Ήφαιστος[35] κουράστηκε να βράσει:
μέσα σε αττικό αγγείο πήλινο ωρίμαζε για μήνες δεκατρείς.
Κι αφού του φαγητού τον πόθο του τερπνού τον σβήσανε,
ωραίος δούλος ήρθε, απ’ του Ωκεανού το ρεύμα
φέρνοντας μύρο γλυκό από ίριδα[36] να πλύνουνε τα χέρια,
ενώ ένας άλλος -από τα δεξιά αρχινώντας- έδινε σ' όλους μας στεφάνια
πλεγμένα ολόγυρα, διπλά με ρόδα κοσμημένα.
Σ' ένα κρατήρα του Διόνυσου με νερό αναμίξανε κρασί
και οίνο πίνανε της Λέσβου, ο ένας άντρας περισσότερο απ' τον άλλο.               
Για δεύτερη φορά τραπέζια πάλι στρώνονταν γεμάτα.
Πάνω σ' αυτά δεσπόζανε αχλάδια και μήλα πλούσια,
ρόδια και σταφύλια, του θεού Διόνυσου τροφοί,
φρεσκοκομμένα, που αμάμαξυ[37] στο όνομα τα λένε.
Απ' όλα αυτά τίποτα εγώ δεν έφαγα, μα ξάπλωνα χορτάτος.
Σαν είδα όμως, άντρες μου, [38] πίτα ξανθιά, γλυκιά, μεγάλη, ολοστρόγγυλη,
ψητό παιδί της Δήμητρας να μπαίνει,
εγώ μετά πώς να κρατηθώ μακριά από τη θεϊκή την πίτα;...
(Των φαγητών το πλήθος να το πω δε θα μπορούσα),
ούτε αν είχα δέκα χέρια, δέκα στόματα,
στομάχι άθραυστο, στο στήθος μου χάλκινη καρδιά.
Πόρνες κατόπιν μέσα μπήκανε, κοπέλες δυο που κόλπα κάνανε:
τις οδηγούσε ο Στρατοκλής σαν γρήγορα πουλιά.[39]


2.Παρωδίαι

α. (SH 536)  
            Δε θα μιλήσω για ζοχούς, το όνομά τους δε θα το αναφέρω,
            βλαστάρια τρυφερά, γεμάτα μακριά αγκάθια,
            ούτε για βρούβες άσπρες, του Ολυμπίου Διός τους ψάλτες,
            σε χώμα χέρσο που τις έθρεψε του Δία το παιδί, η άφατη βροχή,
            πιο άσπρες κι απ' το χιόνι. Στη γεύση είναι όμοιες μ' ανάλεστα ψωμάκια.
            Αυτές σαν φύτρωσαν τις πόθησε η σεβαστή κοιλιά μου.


β. (SH 537)  
            Αγγούρι είδα, της πολυδόξαστης της γης παιδί, να βρίσκεται
μέσα στα λαχανικά. Στο μήκος απλωνότανε όσο για εννιά τραπέζια.

γ. (SH 538)  
            Έτσι είπε, κι εκείνοι γέλασαν και αμέσως έφεραν
            σιτευτά πουλιά σε πιάτα αργυρά,
           άτριχα, της ίδιας ηλικίας, ίσα στη ράχη με μια λαγάνα αν τα μέτραγες.

δ. (SH 539)  
            Κι ούτε από πάσσαλο το κρέμασαν, όπου απλωμένος ήταν
            ένας σκινδαψός[40] τετράχορδος γυναίκας πόρνης.

ε. (SH 540)   
            Γιατί όλοι εκείνοι που ήτανε άριστοι παλιά,
            ο Εύβοιος[41] και ο Ερμογένης και οι θεϊκοί οι Φίλιπποι,
            έχουν πεθάνει και βρίσκονται στου Άδη το παλάτι.
            Υπάρχει όμως κάποιος, ο Κλεόνικος, που αθάνατη έλαχε φωνή,
            που ούτε από ποίηση, ούτε από θέατρο άσχετος είναι,
            που και νεκρό δύναμη να μιλά του 'δωσε η Περσεφόνη.





[1] Ολοφάνερη παρωδία του πρώτου στίχου της Οδύσσειας. Γενικώς οι στίχοι που ακοκουθούν αποτελούν σε μεγάλο βαθμό προσαρμογές, με παρωδιακό χαρακτήρα, πολυάριθμων ομηρικών εκφράσεων.  
[2] Άκμασε ανάμεσα στα 345-305 π.Χ.
[3] Όνομα παράσιτου, ο οποίος είναι γνωστός και από αλλού (πβ. Αθήν. 4, 132C).  
[4] Πβ. Μένανδρος, Σαμία 603. Για την παρομοίωση με το γλάρο πβ. Αριστοφ., Ιππ. 959, Νεφ. 591, Όρν. 567.
[5] Μεταξύ των στίχων πρέπει να υπάρχει κάποιο κενό, επειδή λείπει ο κατάλογος των καλεσμένων.
[6] Ίσως πρόκειται για τα παστά ψάρια από τα Γάδειρα που αναφέρει ο γιατρός Ευθύδημος (απ. 455, 10).
[7] Ο στίχος είναι προβληματικός και άσχετος με τα συμφραζόμενα. 
[8] Όλο το δίστιχο είναι λογοπαίγνιο με τη λέξη αφύη = σαρδέλα. Από τον Αθήναιο (13, 586Β) μαθαίνουμε ότι Αφύη ήταν και το παρατσούκλι διαφόρων εταιρών.
[9] Το κείμενο στο σημείο αυτό παρουσιάζεται ασυνάρτητο και σίγουρα εξέπεσαν κάποιοι στίχοι στα σημεία που υποδεικνύονται με αποσιωπητικά.
[10] Είδος μεγαλόσωμου οστρακόδερμου μαλακίου με τριγωνικό σχήμα.
[11] Παροιμιακή φράση που αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι ολοφάνερο. Ενδεχομένως γίνεται υπαινιγμός και στο μελάνι της σουπιάς.
[12] Γιος της Γης, τον οποίο ο Οδυσσέας είδε στον Άδη να καλύπτει εννέα πλέθρα γης, ενώ δυο γύπες του έτρωγαν το συκώτι ως τιμωρία, επειδή προσπάθησε να βιάσει τη Λητώ (λ 576-81).
[13] Κωμική εξύψωση του χελιού σε σύζυγο του Δία. Πβ. Εύβουλος απ. 37, 2-4Κ, όπου τα χέλια αποκαλούνται θεές από τη Βοιωτία. Τα χέλια της Κωπαΐδας και του Στρυμόνα θεωρούνταν από τα καλύτερα στην Ελλάδα. Πβ. Αρχέστρ. απ. 139, 6 SH.
[14] Ολυμπιονίκες της εποχής του Μάτρωνος.
[15] Το διάστημα που μπορεί να περιλάβει κανείς μεταξύ του αντίχειρα και του μικρού δαχτύλου, περίπου 0, 18 μ.
[16] Πήχυς ήταν το διάστημα μεταξύ του άκρου του αγκώνα και του άκρου του μικρού δαχτύλου, περίπου 0, 46 μ.
[17] Οργιά είναι το μήκος που καταλαμβάνουν εκατέρωθεν οριζόντια απλωμένοι οι δύο βραχίονες, περίπου 1, 85 μ.
[18] Είδος μεγάλου τόννου.
[19] Προφανώς επειδή δεν τον προτιμούσανε οι καλεσμένοι.
[20] Ψάρι με σκληρό δέρμα που το χρησιμοποιούσαν, για να τρίβουν ξύλα ή μάρμαρα.
[21] Η ρίνα μεγαλώνει τους απογόνους της μέσα στο σώμα της.
[22] Το ψάρι  ονομαζόταν έτσι από το σχήμα του.
[23] Ενν. το όστρακό του.
[24] Είδος ψαριού που δεν μπορούμε να ταυτίσουμε.
[25] Η έκφραση ταιριάζει περισσότερο στον ξιφία, παρά στον έλλοπα (βλ. SH, σελ. 265).
[26] Κάποια γραμμή ή σχηματισμός του σώματος της σμέρνας ονομάζεται εδώ μεταφορικά ζώνη (SH, σελ. 305). Ο ποιητής παίζει αμέσως παρακάτω και με την έννοια ζώνη = παρθενική ζώνη.
[27] Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η σμέρνα βγαίνει στην ακρογιαλιά για να ενωθεί ερωτικά με τα φίδια (Νίκανδρος, Θηρ. 822 κ.εξ.).
[28] Είδος πλατιού ψαριού παρόμοιου με τη γλώσσα.
[29] Ο στίχος είναι περίεργος, γιατί τα ψάρια τσίχλες (αρχ. κίχλη) δεν πετούν. Είτε λοιπόν γίνεται λογοπαίγνιο με τα ομώνυμα πουλιά, είτε πρόκειται για νόθο στίχο.
[30] Είδος ψαριών, αλλά και αστερισμός, του οποίου η επιτολή συνδέεται με βροχές.
[31] Είδος μεγαλόσωμου ψαριού, γνωστού για τις γρήγορες αλλαγές στο χρυσό και μπλε χρώμα του, όταν πεθαίνει.
[32] Το κριθαρόψωμο ήταν κατώτερο είδος άρτου, συνήθως των δούλων. Γι' αυτό του αποδίδεται το επίθετο ευκίνητος, το οποίο συνήθως χαρακτηρίζει τους υπηρέτες.
[33] Υπαινιγμός στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
[34] Το δίστιχο είναι παρωδία της οιωνοσκοπίας, δηλ. της μαντείας μέσω των πουλιών. Ο μάντης έχει σκοπό παρατηρώντας τα πουλιά να καταλάβει τα περασμένα και τα μέλλοντα και να δώσει την κατάλληλη συμβουλή.
[35] Δηλ. η φωτιά.
[36] Είδος φυτού, η ρίζα του οποίου χρησίμευε στην παραγωγή αρωματικού μύρου.
[37] Η αμάμαξυς ήταν είδος σταφυλιού που αναπτυσσόταν πάνω σε δύο ραβδιά.
[38] Ο Μάτρων απευθύνεται στους ακροατές του.
[39] Δε γνωρίζουμε εάν το ποίημα τελείωνε εδώ ή ακολουθούσαν και άλλοι στίχοι, όπως είναι πιθανότερο.
[40] Είδος τετράχορδου μουσικού οργάνου.
[41] Από την Πάρο. Παρωδός, ο οποίος έζησε κατά τους χρόνους του Φιλίππου του Β΄ και συγγραφέας ενός έργου με τίτλο Παρωδίαι. Φαίνεται ότι παρώδησε ιδιαίτερα τους Αθηναίους (SH 410). O Ερμογένης, οι Φίλιπποι και ο Κλεόνικος, οι οποίοι αναφέρονται παρακάτω πρέπει να είναι επίσης παρωδοί για τους οποίους, όμως, δεν ξέρουμε τίποτε περισσότερο.