Νοσσίς: γυναικεία ποίηση της Ελληνιστικής Εποχής



Η Νοσσίς έζησε στους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Υπήρξε επιγραμματοποιός. Σώζονται 11 επιγράμματά της στην Παλατινή Ανθολογία. Τα επιγράμματά της γράφτηκαν, για να συνοδεύσουν αναθηματικά δώρα άλλων γυναικών. Οι γυναίκες αυτές είναι φίλες της, ενώ τα ποιήματα είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να προϋποθέτουν ένα στενό κύκλο γνωστών μεταξύ τους γυναικών. Η ίδια η Νοσσίς εμφανίζεται στα επιγράμματά της και εκφράζει τα ζεστά φιλικά της αισθήματα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι εξαρχής τα επιγράμματα δεν προορίζονταν μόνο για τα αφιερωματικά αντικείμενα που συνόδευαν, αλλά ότι κυκλοφόρησαν ως βιβλίο για το στενό φιλικό γυναικείο της κύκλο. Ωστόσο φαίνεται ότι το βιβλίο «ξέφυγε» από το στενό αυτό κύκλο και απέκτησε ευρύτερο ακροατήριο. Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι την ενέταξαν στον κύκλο των εννέα καλύτερων λυρικών ποιητριών που σχηματίστηκε κατ’ αναλογία προς τις 9 Μούσες και σε επίγραμμα του Αντίπατρου από τη Θεσσαλονίκη (Α.Π. 9.26) χαρακτηρίζεται ως θηλύγλωσσος, ένα επίθετο που πρέπει να δηλώνει την ενασχόλησή της με τη γυναικεία θεματολογία.

Τιμημένη Ήρα, που τον ευωδιαστό ναό σου στο Λακίνιο[1]
συχνά κατεβαίνεις απ’ τον ουρανό για να δεις,
δέξου το λινό ένδυμα που για σένα μαζί με το παιδί της το έξοχο,
τη Νοσσίδα, ύφανε η Θεοφιλίς, της Κλεόχας η κόρη.[2]

Ας πάμε στο ναό να δούμε της Αφροδίτης
το άγαλμα, πόσο καλοστολισμένο είναι με χρυσάφι.
Η Πολυαρχίς το αφιέρωσε που μάζεψε πλούτο πολύ
με τη λαμπρότητα του ίδιου του κορμιού της.[3]

Χαρούμενη νομίζω είναι η Αφροδίτη, που παίρνει
ως δώρο το δίχτυ των μαλλιών της Σαμύθας.
Περίτεχνο είναι κι ευδιάζει σαν νέκταρ γλυκό:
μ’ αυτό κι η ίδια αλείφει τον όμορφο Άδωνη.[4]

Τον πίνακα αυτό η Καλλώ στο ναό της ξανθής Αφροδίτης
αφιέρωσε, μια ζωγραφιά που την έφτιαξε ολόιδια.
Πόσο τρυφερή στέκεται! Δες πόσο ανθίζει η χάρη της!
Ας είναι χαρούμενη: ακηλίδωτη είναι η ζωή της.[5]

Της Θαυμαρέτης τη μορφή έχει ο πίνακας. Καλά την όψη την αγέρωχη,
την γινωμένη πέτυχε της κοπελιάς με τα γλυκά τα μάτια.
Ακόμη και το σκυλί  που σου φυλά το σπίτι την ουρά θα κούναγε αντικρίζοντάς σε,
νομίζοντας πως βλέπει την αφέντρα του σπιτιού.[6]

Ίδια η Μέλιννα είναι ο πίνακας. Δες πόσο γλυκό είναι το πρόσωπό της!
Μοιάζει να μας παρατηρεί μειλίχια.
Στ’ αλήθεια πόσο μοιάζει την μάνα της η κόρη σ’ όλα.
Είναι καλό, όταν με τους γονείς τα τέκνα μοιάζουν.[7]

Κι από μακριά μπορείς να καταλάβεις πως η εικόνα αυτή
της Σαβαιθίδος είναι, αν κρίνεις απ’ την ομορφιά και το παράστημα.
Για δες, νομίζω ότι βλέπω κι από δω τη σωφροσύνη
και τη γλυκύτητά της. Πολλές χαρές να έχεις, μακάρια γυναίκα![8]

Αυτά τα όπλα έριξαν από τους δύσμοιρους τους ώμους τους Βρέττιοι άνδρες,
καθώς πληγώνονταν από τα χέρια των Λοκρών που μάχονται με θέρμη.
Τούτων την αντρειά τώρα υμνούν, κάτω απ’ των θεών τα παλάτια,
και των δειλών τα χέρια που άφησαν πίσω τους δεν νοσταλγούν.[9]

Γέλα καμπανιστά και προσπέρνα και πες λόγο καλό
για μένα: είμαι ο Ρίνθων ο Συρακόσιος.
Των Μουσών είμαι ταπεινό αηδονάκι, μα απ’ τους τραγικούς
μου φλύακες έδρεψα δικό μου στεφάνι κισσού.[10]   

Τίποτα γλυκύτερο απ’ τον έρωτα. Όλες οι άλλες χαρές
είναι δεύτερες. Απ’ το στόμα μου και το μέλι θα έφτυνα.
Τούτο το λέει η Νοσσίς. Όποιον η Αφροδίτη δεν αγάπησε,
αυτός τα άνθη της δεν γνωρίζει, τι ρόδα είναι.[11]

Ξένε, αν πλέεις προς την Μυτιλήνη με τους ωραίους χορούς,
για να εμπνευστείς από το άνθος των χαρίτων της Σαπφώς,
να της πεις ότι η γη της Λοκρίδας με γέννησε, αγαπητή
στις Μούσες και στην ίδια. Τώρα που έμαθες ότι με λένε Νοσσίδα, φύγε![12]

[Σταύρος Γκιργκένης]


[1] Ακρωτήριο στον Κρότωνα με ναό της Ήρας, γνωστό για τον πλούτο και την ιερότητά του.
[2] Το ένδυμα το έχει υφάνει η Θεοφίλη, μητέρα της ίδιας της ποιήτριας, της Νοσσίδος. Αφιερωματικές πινακίδες του 5ου αιώνα π.Χ. από τους Λοκρούς υποδεικνύουν την τέλεση μιας μεγαλοπρεπούς πομπής προς τιμήν της Περσεφόνης και της Αφροδίτης που έληγε με την αφιέρωση ενός πέπλου, όπως στα Παναθήναια. Κάτι ανάλογο πρέπει να γινόταν και προς τιμήν της Ήρας στο Λακίνιο. Οι πέπλοι υφαίνονταν από γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής, στην οποία πρέπει να ανήκε η Νοσσίς και η μητέρα της (η ίδια αυτοχαρακτηρίζεται ως αγαυή, ένα επίθετο με αριστοκρατικές συνδηλώσεις ήδη από τον Όμηρο). Η Νοσσίς αναφέρεται και στη μητέρα της μητέρας της, τη γιαγιά της Κλεόχα. Ήταν σύνηθες οι γυναίκες στις ιδιωτικές τους συζητήσεις να αναφέρονται με το μητρωνυμικό τους, ενώ στις δημόσιες με το όνομα του συζύγου ή του πατέρα τους. Αυτό δείχνει ότι το ποίημα προοριζόταν για έναν στενό ιδιωτικό κύκλο γυναικών. Γενικά το ποίημα δίνει την αίσθηση μιας προσπάθειας αυτοσύστασης της ποιήτριας στο αναγνωστικό της κοινό.
[3] Αυτό και το επόμενο επίγραμμα περιγράφουν δύο αφιερώματα στην Αφροδίτη και επικεντρώνονται στις πλευρές της λατρείας της που προφανώς ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικές στους Λοκρούς: πρόκειται για τη σεξουαλικότητα που είναι εκτός γάμου. Η Νοσσίς καλεί τις φίλες της δουν το άγαλμα που αφιέρωσε η εταίρα Πολυαρχίς. Το πολύ ακριβό άγαλμα μαρτυρεί μια μεγάλη περιουσία που κέρδισε η Νοσσίς από το επάγγελμά της. Με ένα έμμεσο τρόπο η ομορφιά και η λαμπρότητα του χρυσού αγάλματος αντικατοπτρίζει την ομορφιά της γυναίκας που το αφιέρωσε. Ίσως η όμορφη Πολυαρχίς να χρησίμευσε ως μοντέλο για την κατασκευή του αγάλματος της θεάς. Ο τόνος του επιγράμματος δεν φαίνεται να είναι απορριπτικός για την εταίρα και την αφιέρωσή της. 
[4] Το δίχτυ των μαλλιών της Σαμύθας μοσχοβολά με το άρωμα που χρησιμοποίησε η ιδιοκτήτριά του. Η αναφορά στον Άδωνη υπαινίσσεται τα ετήσια Αδώνια στα οποία προφανώς συμμετείχε και η Σαμύθα. Στα Αδώνια ήταν έντονη η χρήση αρωματικών ουσιών και θυμιαμάτων. Η Αφροδίτη και οι θνητές γυναίκες μοιράζονται εδώ κοινά ενδιαφέροντα: δίχτυ μαλλιών, αρώματα, εραστή. Ο τελευταίος στίχος είναι αμφίσημος: μπορεί να διαβαστεί κυριολεκτικά (η Αφροδίτη αλείφει τον Άδωνη) ή υπαινικτικά (η Σαμύθα αλείφει τον όμορφο σαν Άδωνη εραστή της). Αυτό μας υποβάλλει την ιδέα ότι και η Σαμύθα είναι εταίρα: χωρία της Μέσης και Νέας κωμωδίας παρουσιάζουν τις εταίρες να συμμετέχουν με ενθουσιασμό στη γιορτή του Άδωνη, ενώ το όνομα του θεού χρησιμοποιείται ως παρωνύμιο για τους εραστές.
[5] Το επίγραμμα, όπως και τα επόμενα, αποτελεί μια έκφραση, δηλαδή περιγραφή ενός έργου τέχνης, εδώ ενός πίνακα. Η αφιέρωση του πίνακα στην Αφροδίτη υποβάλλει την ιδέα ότι και η Καλλώ είναι εταίρα. Το όνομά της (παρωνύμιο;) δηλώνει το κάλλος, την ομορφιά. Ο τρίτος στίχος είναι αμφίσημος: η ζωγραφιά είναι ολόιδια με ποιον; Με την Αφροδίτη ή με την Καλλώ. Ίσως και τα δύο ταυτόχρονα. Όπως και στα προηγούμενα ποιήματα παρατηρούμε μια ανεκτική στάση απέναντι στις εταίρες.
[6] Η Θαυμαρέτη μόλις έχει παντρευτεί, αλλά είναι ακόμη μικρή. Έτσι παρουσιάζει μια μείξη σοβαρότητας και αθωότητας. Από τη μια έχει αγέρωχο βλέμμα, προφανώς επειδή ανέλαβε πια την ευθύνη ενός σπιτιού, από την άλλη παρουσιάζει μια παιδική προσκόλληση στο σκυλί της. Ο τόνος είναι φιλικά περιπαικτικός, ενώ η μεγαλειώδης έκφραση δέσποινα μελάθρων = «αφέντρα του σπιτιού» ενισχύει το πείραγμα, παραπέμποντας μάλιστα στην γνωστή επική σκηνή της συνάντησης του Οδυσσέα με τον σκύλο του Άργο.
[7] Το επίγραμμα αφορά έναν πίνακα που εικονίζει την Μέλιννα, αλλά το κέντρο βάρους πέφτει στην ομοιότητά της με την μητέρα της: όπως ο πίνακας είναι πιστή αναπαράσταση της Μέλιννας, έτσι και η Μέλιννα είναι πιστό αντίγραφο της μητέρας της. Το επίγραμμα αποτελεί ουσιαστικά μια αντιστροφή της παραδοσιακής ευχής να μοιάζουν τα παιδιά στον πατέρα ως απόδειξη της γνησιότητάς τους: εδώ είναι η μητέρα που κληροδοτεί στην κόρη τη σφραγίδα της γνήσιας κληρονομικότητας.
[8] Η Σαβαιθίς είναι μια ώριμη γυναίκα, η οποία διακρίνεται όχι μόνο από την εξωτερική της ομορφιά, αλλά και από την ψυχική της ποιότητα. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται και ιδιαίτερα το επίθετο «μακάρια» παραπέμπει στην περιγραφή ενός είδους θεότητας. Πιθανώς η Σαβαιθίς ήταν σεβάσμιο μέλος του κοινωνικού περιβάλλοντός της.
[9] Το ποίημα έχει πατριωτικό τόνο: περιγράφει με υπερηφάνεια τα όπλα που απέσπασαν οι Λοκροί από τους Βρέττιους, έναν ιταλικό λαό, στη διάρκεια κάποιας μάχης. Τώρα αυτά τα όπλα έχουν αφιερωθεί και κείνται στους ναούς των θεών (=παλάτια) ως δείγμα της αντρείας των Λοκρών. Τα όπλα εμφανίζονται να υμνούν τους νέους ιδιοκτήτες τους και δεν επιθυμούν να επιστρέψουν στα χέρια των δειλών Βρεττίων.  Οι δειλία των Βρεττίων καταδεικνύεται από το γεγονός ότι έριξαν τα όπλα τους, προκειμένου να γλιτώσουν, άρα τα όπλα κατά κάποιο τρόπο «δικαίως» δεν νοσταλγούν τους παλιούς ιδιοκτήτες τους. Ίσως έχουμε υπαινιγμό στην υποτιθέμενη σύνδεση του ονόματος των Βρεττίων με μια ιταλική λέξη που σήμαινε τον «φυγάδα δούλο» ή τον «στασιαστή» (Διόδ. 16.15.1-2, Στράβων 6.255).
[10] Επιτύμβιο επίγραμμα για τον τάφο του Ρίνθωνα από τις Συρακούσες, συνθέτη φλυάκων, δηλαδή κωμικών παρωδιών τραγικών έργων. Μεταφορικά το επίγραμμα μας καλεί να εκτιμήσουμε κάθε λογοτεχνικό δημιούργημα, σε όσο ταπεινό είδος και αν ανήκει, στο πλαίσιο των δικών του απαιτήσεων. Ο κισσός του νικητή των τραγικών αγώνων, που απονεμήθηκε σε έναν Αισχύλο, έναν Σοφοκλή ή έναν Ευριπίδη, τώρα ανήκει δικαιωματικά στον παρωδό Ρίνθωνα. Με καθαρά ελληνιστικό πνεύμα η Νοσσίς αμφισβητεί την καθιερωμένη προτεραιότητα των κλασικών ποιητικών ειδών (τραγωδία, έπος) και θεωρεί ότι κι ένα ταπεινότερο είδος μπορεί να δώσει αριστουργήματα. Συνεπώς έχουμε να κάνουμε με ένα λογοτεχνικό μανιφέστο που αφορά και την ίδια τη Νοσσίδα, η οποία ασχολείται με το ταπεινό είδος του επιγράμματος.
[11]Το επίγραμμα πιθανώς άνοιγε τη συλλογή της Νοσσίδος, αφού ήταν συνήθης λογοτεχνική πρακτική της Ελληνιστικής Εποχής οι συλλογές ποιημάτων να ανοίγουν και να κλείνουν με αναφορά στο όνομα του δημιουργού (σφραγίς), στο περιεχόμενο του έργου και με ένα είδος προγραμματικού ποιητικού μανιφέστου (βλ. και το επόμενο επίγραμμα). Οι αναμνήσεις από τη Σαπφώ δεν είναι τυχαίες (έρωτας, Αφροδίτη, ρόδα). Ωστόσο υπάρχει και ηθελημένη αποστασιοποίηση από το πρότυπο: ο έρωτας για τη Σαπφώ είναι γλυκόπικρος, αφού μπορεί να προκαλεί πάθη, αλλά για την Νοσσίδα είναι ό,τι γλυκύτερο υπάρχει, δίχως καμιά αρνητική επίπτωση. Ακόμη και το μέλι είναι πικρό μπροστά του. Στον τελευταίο στίχο υπάρχει λεκτική αμφισημία: όποιος δεν έχει ευλογηθεί από την Αφροδίτη δεν μπορεί να απολαύσει τα άνθη (ρόδα) του έρωτα, αλλά (καθώς η λέξη άνθη παραπέμπει και στην ανθολογία των ποιημάτων που η Νοσσίς παρουσιάζει στο κοινό της) δεν μπορεί να απολαύσει και τα ποιήματα της Νοσσίδος.
[12] Το επίγραμμα πρέπει να έκλεινε τη συλλογή. Η Νοσσίς υιοθετεί το ύφος των επιτύμβιων επιγραμμάτων, στα οποία ο νεκρός ζητά από τον ξένο να μεταφέρει ένα μήνυμα στην πατρίδα και τους δικούς του. Εδώ όμως η Μυτιλήνη είναι μεταφορικά η λογοτεχνική πατρίδα της Νοσσίδος και η Σαπφώ η λογοτεχνική της μητέρα.