Φιλέρημος ἠχώ: μια έξοχη εικόνα της ανέγγιχτης φύσης το καλοκαίρι

  

Το ποίημα, γραμμένο σε στίχους ιωνικούς απ’ ελάσσονος, σώζεται σε πάπυρο του 100 π.Χ. περίπου (PTebtunis 1.3), ενδέχεται όμως η ίδια η σύνθεση να είναι αρκετά παλαιότερη. Ίσως να συνοδευόταν από κιθάρα, δηλαδή να ήταν μια κιθαρωδία. Πάντως το ποίημα δίνει μια έξοχη εικόνα της ανέγγιχτης φύσης το καλοκαίρι.


Ξουθὰ δὲ λιγύφωνα
ὄρνεα διεφοίτα τ΄
ἀν΄ ἐρῆμον δρίος͵ ἄκροις τ΄
ἐπὶ κλωσὶ πίτυος ἥμεν΄
ἐμινύριζ΄ ἐτιττύβιζεν
κέλαδον παντομιγῆ͵ καὶ
τὰ μὲν ἄρχετο͵ τὰ [δ΄ ἔμ]ελλεν͵
τὰ δ΄ ἐσίγα͵ τὰ δ΄ ἐβώστρει·
τότ΄ ὄρη λαλεῦσι φωναῖς͵
φιλέρημος δὲ νάπαισιν
λάλος ἀνταμείβετ΄ ἀχώ·
πιθαναὶ δ΄ ἐργατίδες σιμοπρόσωποι
ξουθόπτεροι μέλισσαι͵
θαμιναὶ θέρεος ἔριθοι
λιπόκεντροι βαρυαχεῖς
πηλουργοὶ δυσέρωτες
ἀσκεπεῖς τὸ γλυκὺ νέκταρ
μελιτόρρυτον ἀρύουσιν.

Απαλά,[1] μελωδικά
πουλιά περιπλανιούνταν
στο μοναχικό το δάσος, στα πιο ψηλά
κλαδιά του πεύκου καθισμένα
τερέτιζαν, τιτίβιζαν
τραγούδι ανάκατο απ' όλες τις φωνές τους.
Άλλα αρχινούσαν, άλλα ετοιμάζονταν,
άλλα σιωπούσαν κι άλλα φώναζαν.
Τότε τα όρη αντιλαλούν απ' τις φωνές
κι ανταπαντά στα δάση η ηχώ
η φλύαρη που αγαπά την ερημιά.
Υπάκουες εργάτριες με πρόσωπο πλακουτσωτό
ξανθόφτερες μέλισσες,
σμάρι, του καλοκαιριού υπηρέτριες,
δίχως να έχουν το κεντρί τους έτοιμο για πόλεμο, βουίζουν,
δουλεύουν το κερί, ανέραστες,[2]
ασκέπαστες το νέκταρ το γλυκό
που ρέει σαν μέλι πίνουν.




[1] Στο πρωτότυπο ξουθά. Η λέξη σημαίνει συνήθως ξανθός, αλλά συχνά και απαλός, λεπτός, οξύς. Εδώ, επειδή όλα τα πουλιά δεν μπορεί να είναι ξανθά, είναι φανερό ότι σημαίνει απαλά (ως προς τη φωνή ή το φτέρωμα).

[2] Οι εργάτριες μέλισσες είναι «ανέραστες», επειδή δεν παράγουν απογόνους. Το επίθετο «ακάλυπτες» που ακολουθεί πρέπει να παραπέμπει στο γεγονός ότι οι νύφες στην αρχαία Ελλάδα φορούσαν καλύπτρα, ενώ οι μέλισσες ως ανέραστες είναι μεταφορικά ακάλυπτες.