Το παράπονο της Ωραίας Ελένης





Ο πάπυρος που περιέχει το ποίημα είναι από το 100 π.Χ. περίπου, όμως το ίδιο το ποίημα μπορεί να είναι παλαιότερο. Η Ελένη παραπονιέται ότι μετά την ανάκτησή της από τους Τρώες και την επιστροφή στη Σπάρτη ο Μενέλαος την εγκατέλειψε. Πρόκειται για πρωτότυπο χειρισμό του θέματος, αφού δε μαρτυρείται από άλλες πηγές μια τέτοια εγκατάλειψη. Αντίθετα ο Μενέλαος σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει ερωτευμένος με την Ελένη και μετά την επιστροφή από την Τροία.

            Εσύ μου φάνηκες χαρά 
            ποθητή, τότε που μ' αγαπούσες,
            τότε που με κοντάρι εχθρικό
            την πόλη
            των Φρυγών[1] κυρίευες, μονάχα
το δικό μου να φέρεις ζητώντας
κρεβάτι του γάμου στην πατρίδα μας πίσω.

Τώρα μόνη κι ανύπαντρη
μ' αφήνεις και φεύγεις, άστοργε,
εμένα που ο στρατός των Ελλήνων
με πόλεμο διεκδίκησε,
εμένα που για χάρη μου η Άρτεμη
του Αγαμέμνονα την αστεφάνωτη κόρη
έλαβε σφάγιο. [2]


φανεὶς χάρμα μοι
φίλιον͵ ὅτ΄ ἔμ΄ ἠγάπας͵
ὅτε δόρατι πολεμίῳ
τὰν Φρυγῶν
πόλιν ἐπόρθεις͵ μόνον
τἀμὰ κομίσαι θέλων
λέχεα πάλιν εἰς πάτραν.

Νῦν δὲ μούναν μ΄ ἀφεὶς
ἄλοχον͵ ἄστοργ΄͵ ἄπεις͵
ἣν Δαναιδᾶν λόχος
μετέμολεν͵
ἧς ἕνεκα παῖδα τὰν
ἄγαμον εἷλ΄ Ἄρτεμις
σφάγιον Ἀγαμέμνονι.






[1] Εννοεί την Τροία.
[2] Εννοεί τη θυσία της κόρης του Αγαμέμνονα Ιφιγένειας στην Αυλίδα.