Nικαίνετος o Αβδηρίτης (ή Σάμιος): Λύρκος και επιγράμματα




Ο Αθήναιος (13, 590Β), αναφερόμενος σε ένα έργο με τίτλο Γυναικών κατάλογος,[1] από το οποίο δε σώζεται κανένα απόσπασμα, αναφέρει το συγγραφέα του ως Νικαίνετο Αβδηρίτη ή Σάμιο. Σε άλλο σημείο των Δειπνοσοφιστών, όταν γίνεται συζήτηση για το λύγινο στέφανο (15, 673Β), παραθέτει ένα επίγραμμα, στο οποίο ο Νικαίνετος αποκαλεί την Ήρα της Σάμου νήσου δεσπότιν ἡμετέρης. Εκεί ο Αθήναιος μιλά για το Νικαίνετο με το χαρακτηρισμό ποιητής ἐπιχώριος, δηλαδή Σάμιος, και αναφέρει ότι ενδιαφέρθηκε για την ιστορία της νήσου. Την πληροφορία αυτή ο Αθήναιος μπορεί να την αντλεί από ένα σύγγραμμα του Μηνόδοτου του Σάμιου[2] με τίτλο Των κατά την Σάμον ενδόξων αναγραφή.  Από την άλλη ο συσχετισμός του ποιητή με τα Άβδηρα ενισχύεται από το Στέφανο Βυζάντιο (στο λήμμα Άβδηρα), ο οποίος τον κατατάσσει (μαζί με το Δημόκριτο και τον Πρωταγόρα) ανάμεσα στους επιφανείς Αβδηρίτες. αποκαλώντας τον εποποιό, δηλ. δημιουργό επικών ποιημάτων. Επιπλέον ένα από τα επιγράμματά του, με την αναφορά στην Αμφίπολη και την Τορώνη, τον συνδέει με τη βόρεια ακτή του Αιγαίου. Ίσως να γεννήθηκε στα Άβδηρα και αργότερα να έγινε πολίτης της Σάμου. Κατά πάσα πιθανότητα επισκέφτηκε τη βόρεια Αφρική, όπως φαίνεται από την αναφορά στην Κυρηναϊκή σε ένα από τα επιγράμματά του. Η ακριβής χρονολόγησή του είναι αδύνατη. Το ύφος του δείχνει εξοικείωση με τον Απολλώνιο το Ρόδιο, τον Καλλίμαχο και τον Ασκληπιάδη. Οι παραπάνω συσχετίσεις μάς επιτρέπουν να τον τοποθετήσουμε στο 2ο μισό του 3ου αιώνα π.Χ.  Εκτός από τον Γυναικών κατάλογο έγραψε επίσης ένα επικό ποίημα με θέμα τον ήρωα Λύρκο[3] και επιγράμματα.


1.Λύρκος[4]

Εκείνος[5] βάδισε μπροστά και ίδρυσε την πόλη Οικούντα.[6]      
Την Τραγασίη[7] παντρεύτηκε, του Κελαινέως[8] την κόρη.
Τον Καύνο αυτή του γέννησε, που πάντα αγαπά το δίκιο, [9]
και τη Βυβλίδα, ίδια με κέδρο τρυφερό, [10]
που δίχως να θέλει ο Καύνος την αγάπησε.[11]                                            
Κι αυτός αμέσως έφυγε στην ύπαιθρο  μακριά από φρικτή αγάπη,
στον δασωμένο Κράγο[12] και στης Καρίας τα ιερά νερά.[13]
Εκεί πρώτος από τους Ίωνες πόλη έχτισε, [14]
ενώ η αδερφή του, μακριά απ' τις πύλες,
με την κραυγή της κουκουβάγιας,[15] για τη φυγή του Καύνου έκλαιγε.[16]


2.Επιγράμματα

α.[17]
            Ηρωίδες νύμφες, [18] τα ογκώδη βουνά[19] της Λιβύης  που κατοικείτε,
            με την αιγίδα[20] και τις στριμμένες φούντες της[21] ζωστείτε,
            κόρες θεϊκές, αυτά τα ιερά δεμάτια των καρπών του Φιλήτιδος[22] δεχτείτε
            και στεφάνια καλαμιάς χλωρής,
            δεκάτη από το λίχνισμα. Μα κι έτσι,[23]
            Ηρωίδες, αφέντρες της Λιβύης χαίρετε.

β. [24]
            Ο τύμβος του Βίτωνα είμαι, οδοιπόρε. Αν την Τορώνη[25]
            αφήνεις και στην ίδια την Αμφίπολη πας,[26]
            στο Νικαγόρα να πεις πως το γιο του το μόνο ο άνεμος του Στρυμόνα[27] αφάνισε,
            την ώρα που δύανε όλα τα άστρα των Ερίφων.

γ. [28]
            Απ’ όστρακο αυτής της γης, από το χώμα που πατάτε  Ερμή 
            μ’ έπλασε ο κύκλος του τροχού στριφογυρνώντας.
            Είμαι πηλός που με ζύμωσαν. Ψέματα δε θα πω.
            Όμως, ξένε, των κεραμέων  τη σκληρή αγάπησα εργασία.

δ. [29]
            Στην πόλη τραπέζι να κάνω δε θέλω, Φιλόθηρε,
            αλλά πλάι στην Ήρα, [30] τις πνοές του Ζεφύρου απολαμβάνοντας.
            Κάτω απ'  τα πλευρά μου ένα στρώμα από άχυρα στη γη λιτό μου αρκεί,
            μια κλίνη πλάι σε ντόπια ιτιά,
            και λυγαριά,[31] των Καρών αρχαίο στεφάνι.[32] Μα να 'ρθει κρασί,
            να έρθει των Μουσών η χαρίεσσα λύρα,
            την ένδοξη νύφη του Δία να ψάλλουμε πίνοντας χαρωπά,
            του νησιού μας  τη δέσποινα..

ε. [33]
            Ίππος ταχύς είν' το κρασί[34]  στον αοιδό που θέλει να μαγέψει.
            Νερό σαν πίνεις, τίποτε σοφό δεν κατεβάζεις. [35]
            Αυτά, Διόνυσε, έλεγε ο Κρατίνος
            κι είχε η ανάσα του μυρωδιά κρασιού όχι από ένα μονάχα ασκί,
            μα ευωδιά από κάθε είδος πιθάρι.
            Γι' αυτό και το σπίτι του ήταν γεμάτο στεφάνια,[36] με κισσό κίτρινο
            το μέτωπό του, όπως και συ, είχε στεφανωμένο.
                       

[Σταύρος Γκιργκένης]


[1] Κατά πάσα πιθανότητα επρόκειτο για έναν κατάλογο επιφανών γυναικών της μυθολογίας, στο πρότυπο του αντίστοιχου έργου του Ησιόδου.
[2] Για τον Μηνόδοτο και το σύγγραμμά του ο Αθήναιος είχε κάνει λόγο στην αρχή της συζήτησης (15, 672Α).
[3] Το ποίημα κινείται στο χώρο της Ιωνίας και της Καρίας, επομένως πρέπει να γράφτηκε την εποχή που ο Νικαίνετος ζούσε στη Σάμο.
[4] Ο Νικαίνετος υπήρξε συγγραφέας ενός επικού ποιήματος, το οποίο πραγματευόταν τις περιπέτειες του μυθικού ήρωα Λύρκου. Στο ποίημα αυτό γινόταν λόγος και για την ίδρυση της Καύνου, πόλεως της Καρίας, θέμα που ανέπτυξε και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στο έργο του Καύνου Κτίσις. Ο Λύρκος, όταν ο Ίναχος, ο βασιλιάς του Άργους, του ανέθεσε μαζί με άλλους ήρωες να ψάξει και να βρει την κόρη του Ιώ, την οποία είχαν απαγάγει ληστές, επειδή δεν την έβρισκε και ντρεπόταν να γυρίσει πίσω στο Άργος, κατέφυγε στην Καύνο της Καρίας και το βασιλιά της Αιγιαλό. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά, την Ειλεβίη, η οποία τον ερωτεύτηκε σφοδρά. Επειδή όμως ο καιρός περνούσε και η Ειλεβίη δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, ο Λύρκος ζήτησε τη συμβουλή του μαντείου του Απόλλωνα Διδυμέως. Ο θεός του έδωσε χρησμό ότι θα κάνει παιδί με την πρώτη γυναίκα με την οποία θα ενωθεί από τη στιγμή που θα αφήσει το μαντείο. Ο Λύρκος έφυγε χαρούμενος με σκοπό να ενωθεί με τη γυναίκα του. Στην πορεία, όμως, ο Στάφυλος από τη Βύβαστο, που είχε μάθει το χρησμό, τον μέθυσε και τον έκανε να πλαγιάσει με την κόρη του Ημιθέα. Ο Λύρκος, όταν συνήλθε, θύμωσε, μην έχοντας όμως τη δυνατότητα να κάνει τίποτε, έδωσε στην Ημιθέα τη ζώνη του με την προτροπή, μόλις μεγαλώσει το παιδί που είχε συλλάβει, να έρθει να τον βρει στην Καύνο με τη ζώνη για σημάδι αναγνώρισης. Όταν ο πεθερός του Αιγιαλός έμαθε τί είχε συμβεί, προσπάθησε να διώξει το Λύρκο από τη χώρα του, ο τελευταίος όμως, με τη βοήθεια της Ειλεβίης, που ακόμη τον αγαπούσε, νίκησε και βασίλευσε στην Καύνο. Αργότερα, όταν ήρθε να τον βρει ο γιος του από την Ημιθέα, ο Βασίλος, τον αναγνώρισε και τον έχρισε διάδοχό του.
            Την ιστορία του Λύρκου γνωρίζουμε από τον Παρθένιο (Ερωτ. παθ. 1), ο οποίος μας πληροφορεί ότι την άντλησε από το Νικαίνετο και τον Απολλώνιο το Ρόδιο. Από το ποίημα του Νικαίνετου σώζονται μόνο δέκα στίχοι, οι οποίοι αφορούν στην ίδρυση της Καύνου, πόλης στην οποία βρήκε καταφύγιο ο Λύρκος, καθώς και στην αιμομικτική αγάπη του ιδρυτή της πόλης, του ήρωα Καύνου, προς την αδερφή του Βυβλίδα. Πίσω από την ιστορία του αιμομικτικού έρωτα μπορεί να υπόκεινται γάμοι μεταξύ αδερφών στη βασιλική οικογένεια της Καύνου κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Πάντως, ο έρωτας Βυβλίδος και Καύνου έγινε παροιμιώδης και η φράση Καύνιος έρως απαντά ήδη στον Αριστοτέλη (Ρητορ. 1402b3).
            Ο Λύρκος ήταν γιος μιας από τις διασημότερες μυθικές προσωπικότητες του Άργους, του Φορωνέως. Δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές, αν και φαίνεται να συνδέεται με τοποθεσίες του Άργους: υπήρχαν βουνό, πόλη και ποτάμι στο Άργος, που ονομάζονταν Λύρκειον ή Λύρκεια. Ούτε και η γυναίκα του Ειλεβίη είναι γνωστή από αλλού, ενώ ο πατέρας της Αιγιαλός είναι γιος του Καύνου, του πρωταγωνιστή των στίχων του ποιήματος που έχουν σωθεί.
[5] To πρόσωπο που εννοείται είναι ο Μίλητος, πατέρας του Καύνου, ο οποίος εγκατέλειψε την πατρίδα του Κρήτη, ύστερα από φιλονικία του με το βασιλιά του νησιού Μίνωα. Οι Αθηναίοι από την άλλη μεριά υποστήριζαν πως η Μίλητος ήταν ιωνική αποικία ιδρυμένη από το Νηλέα, γιο του Κόδρου.
[6] Κανονικά θα περιμέναμε ο Μίλητος να είχε ιδρύσει τη Μίλητο, όπως άλλωστε είναι γνωστό και από άλλες παραδόσεις (π.χ. Αντων. Λιβερ. 30). Όπως όμως πληροφορούμαστε από σχόλιο στον Διον. Περιηγ. 825, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Μίλητος ίδρυσε στη Μ. Ασία την πόλη Οικούντα, ενώ τη Μίλητο ίδρυσε ο γιος του Κελάδων, αδερφός του Καύνου και της Βυβλίδος. Ο Κελάδων οφείλει την ύπαρξή του στην επιθυμία των κατοίκων της πόλης Οικούντος να θεμελιώσουν μυθικά την προτεραιότητα της πόλης τους απέναντι στη μεγαλύτερη και ισχυρότερη Μίλητο. Πάντως οι δύο πόλεις συχνά συγχέονται στις πηγές. Έτσι π.χ. ο ναός της Αφροδίτης που ίδρυσε ο Μίλητος τοποθετείται άλλοτε στoν Οικούντα και άλλοτε στη Μίλητο (Σ Διον. Περιηγ. 825, Σ Θεόκρ. 7, 115-118f).
[7] Άγνωστη από αλλού. Ίσως σχετίζεται με την πόλη Τραγασαί στην Τρωάδα.
[8] Ο Κελαινεύς ήταν ίσως επώνυμος ήρωας των Κελαινών στον ποταμό Μαίανδρο της Φρυγίας.
[9] Η απόδοση της ιδιότητας αυτής στον Καύνο, η οποία ηχεί κάπως παράξενα, γίνεται για να δείξει την κατίσχυση στον Καύνο των θετικών στοιχείων του χαρακτήρα του, έναντι στο πάθος του για την αδερφή του, και να αιτιολογήσει τη  αναχώρησή του.
[10] Η αναφορά στον κέδρο γίνεται, γιατί ο Νικαίνετος έχει ίσως κατά νου τη σύνδεση της Βυβλίδος με την πόλη Βύβλο της Φοινίκης, όπου ο κέδρος ήταν το εθνικό δέντρο. Φαίνεται ότι Νικαίνετος φανταζόταν την Βυβλίδα να περιπλανιέται μακριά από την πόλη της κλαίγοντας για τον αδερφό της (βλ. παρακάτω), ίσως ως τη Φοινίκη.
[11] Κατά τον Παρθένιο (Ερωτ. παθ. 11, 3), οι περισσότεροι που πραγματεύτηκαν το μύθο του Καύνου, αναφέρουν ότι η Βυβλίδα ήταν αυτή που ερωτεύτηκε τον αδερφό της, ο οποίος αναγκάστηκε να αποδημήσει για να την αποφύγει.
[12] Βουνό της Λυκίας (Στράβων 14, 3, 5, Ovidius, Met. 9, 644), όπου ήταν χτισμένη ομώνυμη πόλη. Στην περιοχή αυτού του βουνού τοποθετούσαν ορισμένοι το μύθο της Χίμαιρας, ενώ στους πρόποδές του υπήρχε η πόλη Πίναρα, μια από τις μεγαλύτερες της Λυκίας.
[13] Κατά πάσα πιθανότητα εννοείται η πηγή Εχενηίς, που αναφέρεται από τον Παρθένιο (Ερωτ. παθ. 11, 3) σε σχέση με τον Καύνο.
[14] Ο στίχος είναι προβληματικός, γιατί ο Καύνος δεν ήταν Ίωνας, αλλά Κρης από τον πατέρα του Μίλητο. Ο Νικαίνετος ίσως να εννοεί ότι ήταν ο πρώτος που συγκέντρωσε του διασκορπισμένους ως τότε Ίωνες. [Έτσι φαίνεται πως αντιλαμβάνεται το χωρίο και ο Παρθένιος (Ερωτ. παθ. 11, 1 ).
[15] Στο πρωτότυπο γίνεται λόγος περί ολολυγόνος, ένα είδος άγνωστου ζώου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από τις κραυγές του. Άλλοι το θεωρούσαν είδος μικρής κουκουβάγιας, άλλοι βατράχου και άλλοι τσίχλας. Είναι πιθανό ο Νικαίνετος να υπαινίσσεται κάποια άγνωστη άτυχη ερωτική ιστορία που κατέληγε στη μεταμόρφωση μιας κοπέλας (ίσως μιας νύμφης Ολολυγόνος) σε κάποιο ζώο που θρηνεί. Επιπλέον, ίσως να υπαινίσσεται ότι και η Βυβλίς μεταμορφωνόταν σε κάποιο ζώο, αν και το απόσπασμά μας διακόπτεται πριν απ’ αυτό το σημείο.
            Ο Νικαίνετος διαμορφώνει το στίχο του έχοντας σαφώς υπόψη το στίχο της Ιλ. Ι 563, όπου γίνεται λόγος για την αλκυόνα.
[16] Λέγεται ότι από τα δάκρυα της Βυβλίδος έγινε η ομώνυμη κρήνη στην Καύνο (Παρθ., Ερωτ. παθ. 11, 4).
[17]  Παλ. Ανθ. 6, 225. Ο Φίλητις αφιερώνει δεμάτια δημητριακών και στεφάνια από το αλώνισμα σε λιβυκές θεότητες
[18] Κόρες της προσωποποιημένης Λιβύης. Όταν η Αργώ έφτασε στην ακτή του κόλπου της Σύρτης στη Λιβύη, ο Ιάσων είδε τρεις θεές, οι οποίες του έδωσαν οδηγίες για το πώς να φύγει (Απολλ. Ρόδ. 4, 1322-3). Και ο Καλλίμαχος αναφέρεται σ’ αυτές σε άγνωστα συμφραζόμενα (απ. 602). Ο Νικαίνετος πρέπει να έχει υπόψη του και τα δύο παραπάνω χωρία, τα οποία συνδέουν τις θεότητες με τη Μεγάλη Σύρτη, της οποίας η ανατολική και νότια πλευρά κατοικούνταν από τους Νασαμώνες, έθνος λιβυκό. Βλ. Σκύλαξ, Περίπλους 109.
[19] Αναφέρεται κατά πάσα πιθανότητα στο όρος Gebel el Achdar καθώς και στους χαμηλότερους λόφους πίσω από τη νότια ακτή της Σύρτης. 
[20] Αιγίδα είναι συνήθως η ασπίδα του Δία, της οποίας η θέα προκαλούσε τρόμο και έκπληξη (Ιλιάς Ε 738 κ. εξ.). Είχε δικαίωμα να τη χρησιμοποιεί και η Αθηνά. Σε έργα τέχνης παριστάνεται ως κοντός λεπιδωτός επενδύτης με την κεφαλή της Γοργούς για κόσμημα και φιδωτά κρόσσια.  Πολλές φορές φαίνεται καθαρά ότι ετυμολογούσαν τη λέξη από την αίγα και την αντιλαμβάνονταν ως επενδύτη από δέρμα γίδας. Με τέτοιους επενδύτες και όχι με την αιγίδα του Δία πρέπει να φανταστούμε ντυμένες τις νύμφες της Λιβύης στο επίγραμμά μας.
[21] Αναφέρεται στις μπερδεμένες τούφες που φτιάχνει το μαλλί στο δέρμα της γίδας.
[22] Γενική από κύριο όνομα Φίλητις αρσενικού γένους, όπως το Εύπολις. Άλλοι θεωρούν πως πρέπει να τονίσουμε Φιλητίδος από εννοούμενη ονομαστική θηλυκού Φιλητίς
[23] Η έκφραση ἀλλά καὶ οὕτως είναι δυσερμήνευτη. Κατά μια ερμηνεία ο Φίλητις απευθύνει χαιρετισμό στις θεές, απολογούμενος για τη φτωχική του αφιέρωση (=αν και είναι φτωχό το δώρο μου, εντούτοις χαίρετε). Κατά μια άλλη ερμηνεία ο Φίλητις παραπονιέται για φτωχή σοδειά (=αν και δε μου δώσατε όσα έπρεπε, εντούτοις χαίρετε). Τέλος, μια τρίτη ερμηνεία θεωρεί ότι ο Φίλητις εδώ απολογείται για τη συντομία των στίχων του.
[24] Παλ. Ανθ. 7, 502. Επιτάφιος του Βίτωνα, κατοίκου της Αμφίπολης, ο οποίος θάφτηκε στην Τορώνη. Ο διαβάτης καλείται να μεταφέρει το μήνυμα στην πατρίδα.
[25] Στη δυτική ακτή του μεσαίου ποδιού της Χαλκιδικής.
[26] Ο ενεστώτας χρόνος της μετοχής λείπων είναι απροσδόκητος: θα περιμέναμε μετοχή αορίστου. Εντούτοις, η οριστική ἔρχεαι δείχνει ότι το νόημα είναι «αν είσαι σε πορεία προς την Αμφίπολη» και όχι «αν έφτασες στην Αμφίπολη». Σ’ αυτήν την περίπτωση η μετοχή ενεστώτα λείπων είναι κατάλληλη, αν φανταστούμε ότι ο οδοιπόρος βλέπει τον τάφο ακριβώς έξω από την πύλη της Τορώνης, καθώς αφήνει την πόλη με κατεύθυνση την Αμφίπολη.
            Η αντωνυμία αὐτήν, ο οποία αναφέρεται στην Αμφίπολη, χρησιμεύει, για να δώσει έμφαση στο όνομα της πόλης. Η έμφαση μπορεί να αφορά είτε στο γεγονός ότι η Αμφίπολη ήταν από τις σπουδαιότερες πόλεις της Θράκης, είτε στο ότι ήταν χτισμένη στις όχθες του Στρυμόνα, απ’ όπου φυσά ο άνεμος που θανάτωσε το Βίτωνα. Άρα ο Βίτωνας πέθανε από τον άνεμο της ίδια του της πατρίδας.
[27] Στρυμονίης (ενν. άνεμος). Βόρειος άνεμος της Θράκης. Πβ. Ηρόδ. 8, 118, Αισχύλος, Αγ. 192 κ.α. 
[28] Παλ. Ανθ. 16, 191. Επίγραμμα πάνω σε πήλινη μορφή του Ερμή, η οποία ίσως στεκόταν έξω από το εργαστήρι κάποιου κεραμέα.
[29] Αθήναιος 15, 673Β. Το ποίημα, που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί επίγραμμα, αποτελεί απάντηση σε πρόσκληση του Φιλόθηρου, φίλου του ποιητή, για γεύμα στην πόλη. Ο τόπος δράσης είναι η Σάμος.
[30] Εννοεί προφανώς το τέμενος και το ναό της Ήρας στη Σάμο. Βρισκόταν κοντά στην ακτή, περίπου 5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την πόλη της Σάμου, η οποία προφανώς είναι η πόλις που εννοείται.
[31] Ο Παυσανίας (7, 4, 4) είδε στο Ηραίο της Σάμου τη λυγαριά, κάτω από την οποία λεγόταν ότι είχε γεννηθεί η Ήρα.
[32] Οι Κάρες στεφανώνονταν με κλαδιά λυγαριάς κατόπιν υποδείξεως ενός χρησμού, αφού είχαν δέσει με κλαδιά αυτού του δέντρου το άγαλμα της Ήρας, για να το απαγάγουν (Αθήν. 15, 671Ε κ.εξ.). Ο τρόπος, με τον οποίο εκφράζεται ο Νικαίνετος, δεν καθιστά σαφές αν η λυγαριά θα χρησιμοποιηθεί ως στεφάνι ή απλώς ως στρώμα, όπως τα κλαδιά της προμάλου-ιτιάς. Πιθανότερη φαίνεται η δεύτερη εκδοχή, ενώ η μνημόνευση των Καρών γίνεται με αφορμή την τοποθεσία (=Ηραίο με το παραλίγο κλεμμένο άγαλμα της Ήρας), όπου διεξάγεται η ευωχία.
[33] Παλ. Ανθ. 13, 29.
[34] Το νόημα της παρομοίωσης του κρασιού με ταχύ άλογο είναι το εξής: κάτω από την επίδραση του κρασιού ένας ποιητής επιταχύνει τη σύνθεση των ποιημάτων του. Πβ. το επίγραμμα της Παλ. ανθ. 11, 23, όπου όμως το κρασί επιταχύνει την κάθοδο στον Άδη.
[35] Οι δύο πρώτοι στίχοι μιμούνται το απόσπ. 199 Kock, από την Πυτίνη, του μεγάλου κωμικού του 5ου αιώνα π.Χ. Κρατίνου. Στην Πυτίνη ο Κρατίνος παρουσίασε τον εαυτό του ως μεθύστακα, τον οποίο η γυναίκα του, η Κωμωδία, τον κατηγορούσε, επειδή έκανε παρέα με τη Μέθη. Ο ποιητής όμως υπεράσπιζε το κρασί ως δώρο του Διονύσου και ως πηγή κάθε καλής έμπνευσης για τον ίδιο. Η Πυτίνη ανεβάστηκε το 423 π.Χ., ως απάντηση στην κριτική, την οποία έκανε στον Κρατίνο ο Αριστοφάνης το προηγούμενο έτος με τους Ιππείς του (στ. 526 κ.εξ.), και έλαβε το πρώτο βραβείο, ενώ ο Αριστοφάνης με τις Νεφέλες περιορίστηκε στη δεύτερη θέση.
            Ο Οράτιος μιμήθηκε επίσης το δεύτερο στίχο (Epist. 1, 19, 1): prisco si credis, Maecenas docte, Cratino / nulla placere diu nec vivere carmina possunt / quae scribuntur aquae potoribus.
[36] Εννοούνται προφανώς τα στεφάνια από τις νίκες του Κρατίνου στους δραματικούς αγώνες. Η Σούδα του απέδιδε 9 νίκες σε σύνολο 21 έργων. Τα στεφάνια από κισσό θεωρούνταν σύμβολα νίκης σε δραματικούς αγώνες. Ο κισσός καλείται κροκόεις από τους κίτρινους καρπούς του (Θεόκριτος, Ειδ. 1, 29-31).