Τα όργια του Διονύσου και της Κοτυτούς στους χαμένους Ηδωνούς του Αισχύλου



                Ο Στράβων (10.3.16) στο κεφάλαιο που αφιερώνει στις σχέσεις και τις ομοιότητες που παρουσιάζουν μεταξύ τους οι Θράκες και οι Φρύγες χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τις μεγάλες ομοιότητες στη λατρεία, ιδιαίτερα ανάμεσα στην οργιαστική θρακική της Κοτυτούς ή Κότυος και τη φρυγική του Διονύσου. Αξιόπιστος μάρτυρας γι’ αυτό, σύμφωνα με τον Στράβωνα, είναι ο Αισχύλος με τους Ηδωνούς του, ένα χαμένο έργο που ανήκε στην τετραλογία Λυκούργεια:[1]
τούτοις δ΄ ἔοικε καὶ τὰ παρὰ τοῖς Θραιξὶ, τά τε Κοτύτεια καὶ τὰ Βενδίδεια͵ παρ΄ οἷς καὶ τὰ Ὀρφικὰ τὴν καταρχὴν ἔσχε. τῆς μὲν οὖν Κοτυτοῦς ἐν τοῖς Ἠδωνοῖς Αἰσχύλος μέμνηται καὶ τῶν περὶ αὐτὴν ὀργιασμῶν <καὶ ταύτηι τὸν Διόνυσον συνάγων>. εἰπὼν γὰρ
σεμνὰ Κοτυτοῦς δ΄  ὄργια ἔχοντες  
τοὺς περὶ τὸν Διόνυσον εὐθέως ἐπιφέρει·
μὲν ἐν χερσὶν 
βόμβυκας ἔχων͵  τόρνου κάματον͵ 
δακτυλόδικτον  πίμπλησι μέλος͵ 
μανίας ἐπαγωγὸν ὁμοκλάν͵
ὁ δὲ χαλκοδέτοις  κοτύλαις ὀτοβεῖ ...
καὶ πάλιν·
... ψαλμὸς δ΄ ἀλαλάζει·
ταυρόφθογγοι δ΄  ὑπομυκῶνται 
ποθὲν ἐξ ἀφανοῦς  φοβεροὶ μῖμοι· 
τυμπάνου δ΄ ἠχὼ,  ὥσθ΄ ὑπογαίου 
βροντῆς, φέρεται  βαρυταρβής
ταῦτα γὰρ ἔοικε τοῖς Φρυγίοις· καὶ οὐκ ἀπεικός γε͵ ὥσπερ αὐτοὶ οἱ Φρύγες Θραικῶν ἄποικοί εἰσιν͵ οὕτω καὶ τὰ ἱερὰ ἐκεῖθεν μετενηνέχθαι. καὶ τὸν Διόνυσον δὲ καὶ τὸν Ἠδωνὸν Λυκοῦργον συνάγοντες εἰς ἓν τὴν ὁμοιοτροπίαν τῶν ἱερῶν αἰνίττονται.

 «Με αυτές τις τελετές (των Φρυγών) μοιάζουν και οι τελετές των Θρακών, τα Κοτύτεια και τα Βενδίδεια, από όπου έχουν την αρχή τους και τα ορφικά μυστήρια. Την Κότυν και τις οργιαστικές τελετές προς τιμήν της μνημονεύει ο Αισχύλος στους Ηδωνούς του και την συνδέει με τον Διόνυσο. Γιατί αφού λέει
                της Κοτυτούς τελώντας τα σεβαστά όργια
ευθύς αναφέρει τους ακολούθους του Διονύσου
                άλλος στα χέρια του
                τον αυλό κρατά, το έργο του τόρνου,
                και με τα δάχτυλά του παίζει τραγούδι,
                σάλαγο που φέρνει μανία.
                 Άλλος με το κύμβαλο το χαλκόδετο κροτεί
και ξανά
                Ψαλμός αλαλάζει
                και από κάπου, απ’ το αόρατο, φοβεροί ήχοι που μοιάζουν
                με ταύρου φωνή μουγκρίζουν υπόκωφα.
                Ηχώ τυμπάνου, ωσάν βροντή κάτω απ’ τη γη,
                σέρνεται προκαλώντας τρόμο βαρύ.
(Όλα) αυτά μοιάζουν με τις φρυγικές τελετές. Και τούτο δεν είναι κάτι το απίθανο, γιατί όπως οι ίδιοι οι Φρύγες είναι άποικοι των Θρακών, έτσι μεταφέρθηκαν από εκεί και οι ιερές τελετές. Συνδέοντας σε ένα τον Ηδωνό Λυκούργο και τον Διόνυσο υπαινίσσονται την ομοιότητα των ιεροτελεστιών».
                Το αναπαιστικό μέτρο αυτών των στίχων υποδεικνύει ότι το απόσπασμα ανήκει, κατά πάσα πιθανότητα, στην πάροδο του Χορού. Οι Ηδωνοί που αποτελούν τον Χορό αναφέρονται στα όργανα, με τα οποία οι λατρευτές του Βάκχου γιορτάζουν το θεό τους. Είναι τα ίδια τα οποία χρησιμοποιούνται και στην τέλεση των οργίων της δικής τους θεάς, της Κοτυτούς. Ο χορός περιγράφοντας το θορυβώδη χαρακτήρα του βακχικού θιάσου και συγκρίνοντάς τον με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά της λατρείας της Κοτυτούς, πέρα από τις ομοιότητες που θα επισήμαινε, θα έτεινε να υποδεχθεί με τρόπο ευνοϊκό τη νέα λατρεία, αντίθετα προς το βασιλιά του. Παρόλα αυτά δε λείπει το στοιχείο του δέους από τα λόγια των Ηδωνών (φοβεροί ήχοι, τρόμος βαρύς), δηλώνει όμως περισσότερο μια διέγερση του χορού, σαν να παρασύρεται και αυτός πάνω στη σκηνή από τη μανία του θεού.    
                Έχει επανειλημμένα τονιστεί η σκληρή ομορφιά αυτών των στίχων. Σπάνια έχει συλληφθεί και παρασταθεί η ασυνήθιστη, αποτρόπαιη παραδοξότητα της φύσης του διονυσιασμού, όσο σ’ αυτούς τους ελάχιστους στίχους. Η αισχύλεια τέχνη παρουσιάζει εδώ τα χαρακτηριστικά που ξαναβρίσκουμε στα σωζόμενα έργα π.χ. τα πλασμένα από τον ίδιο τον ποιητή σύνθετα (δακτυλόδικτον, χαλκόδετος. ταυρόφθογγος, βαρυταρβής), οι μεγαλειώδεις μεταφορές και εικόνες, η επανάληψη του -ο- που εκφράζει τον βαθύ βροντώδη ήχο των οργάνων. Τέλος ας σημειωθεί ότι οι στίχοι του αποσπάσματος από την πάροδο μοιάζουν να μην απευθύνονται ειδικά σε κάποιο πρόσωπο. Φαίνεται ότι έχουμε να κάνουμε με μια πάροδο, όπου ο χορός μόνος του στη σκηνή θα δικαιολογούσε την εμφάνισή του στους θεατές («ήρθαμε εδώ, γιατί συνέβη αυτό κι αυτό»), όπως συμβαίνει λόγου χάριν στους Πέρσες και στις Ικέτιδες.  




[1] Η Λυκούργεια του Αισχύλου φαίνεται ότι είχε περίπου την εξής υπόθεση: ο Διόνυσος με τον μανικό του θίασο από Βάκχες και Σατύρους φτάνει στη χώρα των Θρακών Ηδωνών, προκαλώντας αναστάτωση και απαιτώντας αναγνώριση της θεότητάς του. Ενώ οι Ηδωνοί γενικά φαίνεται να είναι θετικοί απέναντι στον Διόνυσο, αφού η καινούργια λατρεία τούς θυμίζει τα δικά τους όργια της Κοτυτούς, ο βασιλιάς των Ηδωνών Λυκούργος συλλαμβάνει, χλευάζει και φυλακίζει τον Διόνυσο. Με θαυμαστό τρόπο ο Διόνυσος απελευθερώνεται. Ο Λυκούργος συλλαμβάνεται ως θεομάχος και φυλακίζεται σε μια σπηλιά. Στο τέλος του έργου επερχόταν η συμφιλίωση: ο Λυκούργος αποδεχόταν τη θεότητα του Διονύσου και σε αντάλλαγμα μετά θάνατον ταυτιζόταν κατά κάποιο τρόπο με τον ίδιο τον θεό (βλ. παρακ. τη φράση του Στράβωνα «συνδέοντας σε ένα τον Λυκούργο και τον Διόνυσο»), γινόταν ένας ήρωας με χρησμοδοτικές ικανότητες. Η Λυκούργεια του Αισχύλου επηρέασε πολύ τις Βάκχες του Ευριπίδη και τη μορφή του θεομάχου Πενθέα εκεί.