Η ευβοϊκή Ιώ και το όνομα των Ιώνων


Είναι πιθανή η ύπαρξη μιας παλαιάς παράδοσης, με πηγή τους Ίωνες της Εύβοιας, στο πλαίσιο της οποίας το όνομα της Ιούς παρέπεμπε στο όνομα των Ιώνων.
Υπάρχει πράγματι ένας κύκλος μυθικών αναφορών, εντός του οποίου η περιπλάνηση της Ιούς περιορίζεται εντός Ελλάδας, μέχρι την Εύβοια. Η παράδοση αυτή πρέπει, επομένως, να είναι τόσο παλιά, ώστε χρονικά να προηγείται της επέκτασης του ταξιδιού της Ιούς μέχρι το Νείλο, επέκταση η οποία έπεται της ίδρυσης της Κυρήνης και της Ναύκρατης στη Βόρεια Αφρική κατά τον 7ο αιώνα. Το ευβοϊκό υλικό κάνει την πρώτη του γνωστή εμφάνιση στον Αιγιμιό, ο οποίος, αν θεωρηθεί ησιόδειος, πρέπει να χρονολογηθεί γύρω στα 700 π.Χ.[1] Εκεί λέγεται (απ. 296 MW) ότι η Εύβοια πήρε το όνομά της από την αγελάδα Ιώ: Τὴν πρὶν Ἀβαντίδα κίκλησκον θεοὶ αἰὲν ἐόντες͵ / τὴν τότ΄ ἐπώνυμον Εὔβοιαν βοὸς ὠνόμασε Ζεύς. Ότι το χωρίο αναφέρεται στην Ιώ προκύπτει από ένα άλλο απόσπασμα του Αιγιμιού που διασώζει σχόλιο στις Φοίνισσες του Ευριπίδη (στ. 1116) και το οποίο κάνει λόγο για τον Άργο, το φύλακα της Ιούς. Ο Στράβων (10.1.3) μας πληροφορεί ότι η Ιώ γέννησε τον γιο της Έπαφο στην Εύβοια. Ανάλογες παραδόσεις διασώζουν το Μέγα ετυμολογικό (λήμμα Εὔβοια... ὅτι ἐν αὐτῇ βοῦς γενομένη καλλίστη διέτριψεν Ἰώ), ο Στέφανος ο Βυζάντιος στο λήμμα Ἄργουρα (ἔστι καὶ τόπος τῆς Εὐβοίας Ἄργουρα͵ ὅπου δοκεῖ τὸν Πανόπτην Ἑρμῆς πεφονευκέναι) και ο Αιλιανός (Περί ζ. φ. 12.36: η Εύβοια ονομαζόταν «νησί της λευκής αγελάδας»: καὶ ἐν Εὐβοίᾳ δὲ οἱ βόες λευκοὶ τίκτονται σχεδὸν πάντες͵ ἔνθεν τοι καὶ ἀργίβοιον ἐκάλουν οἱ ποιηταὶ τὴν Εὔβοιαν). Τα γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του υλικού είναι μεταγενέστερο δεν πρέπει να μας οδηγήσει αυτόματα στο να απορρίψουμε την παράδοση ως ύστερη, αφού η αρχαιότερη μαρτυρία γι’ αυτήν (Αιγιμιός) προηγείται του 5ου αιώνα π.Χ.
Η ύπαρξη αυτής της παράδοσης υποδεικνύει ότι η Ιώ δεν αποτελεί μόνο μια τοπική λατρευτική φιγούρα της Αργολίδας, όπως συνήθως γίνεται δεκτό: στο πλαίσιό της ακόμη και ο Άργος, ο φύλακας της Ιούς, ο οποίος αλλού είναι ο επώνυμος ήρωας της Αργολίδας, τοποθετείται στην Εύβοια. Η παρατήρηση αυτή μας οδηγεί απευθείας στη διαπίστωση ότι πόλεις με το όνομα «Άργος» υπήρχαν πολλές στην αρχαιότητα.[2] Οι περισσότερες απ’ αυτές είχαν μύθους ίδρυσης που τις συνέδεαν με το πελοποννησιακό Άργος, δημιουργώντας την εντύπωση μιας αργίτικης αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα Άργη δε θα μπορούσαν να αποτελούν αποικίες του πελοποννησιακού Άργους, ενώ τέτοιου είδους συνδέσεις υιοθετήθηκαν και αξιοποιήθηκαν από πόλεις και βασιλικούς οίκους στο πλαίσιο τοπικών ανταγωνισμών για κύρος και ανωτερότητα στην ιεραρχία. Στην πραγματικότητα η πληθώρα τόσων πόλεων με το όνομα «Άργος» υποδεικνύει ότι η λέξη ἄργος ήταν αρχικά κοινό ουσιαστικό, το οποίο σήμαινε «πεδιάδα».  Όλα αυτά υποδεικνύουν επίσης ότι η Ιώ μπορεί να θεωρηθεί μια γενικότερη βοόμορφη θεότητα, η οποία συνδεόταν με κάποιο Άργος, αλλά όχι ειδικά με το αργολικό. Η ιστορία της περιπλάνησής της μπορούσε να παίρνει τοπικές μορφές και να εξυπηρετεί τοπικές ανάγκες.
Στο πλαίσιο των περιπλανήσεων της ευβοϊκής Ιούς σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιζε η περιοχή της Δωδώνης. Υπάρχουν γενικότερες ενδείξεις για μια πρώιμη σύνδεση μεταξύ Εύβοιας και Δωδώνης στο τέλος των λεγόμενων Σκοτεινών Αιώνων και την αρχή της αρχαϊκής περιόδου: τόσο ο Φιλόχορος (Στράβων 7.7.10) όσο και ο Ησίοδος (απ. 240 MW) ονομάζουν την περιοχή γύρω και από τη Δωδώνη και από την Εύβοια «Ελλοπία».[3] Υπάρχει και γενεαλογική συσχέτιση: ο Παυσανίας (5.22.3-4. Πβ. Σκύμνος 442-444) ισχυρίζεται ότι η Αβαντίς στη Θεσπρωτία αποικίστηκε από Ευβοείς και Λοκρούς, ενώ πράγματι υπάρχουν αρχαιολογικά τεκμήρια ότι οι Ευβοείς ήταν ενεργοί στην περιοχή της Θεσπρωτίας τον όψιμο 9ο αιώνα.[4]  
Η Δωδώνη πράγματι θεωρούνταν ως το αρχαιότερο ελληνικό μαντείο (Ηρόδ. 2.52.2) και συνδεόταν βαθιά με την προϊστορία των Ελλήνων, ώστε συχνά, τουλάχιστον τον 5ο και 4ο αιώνα, να θεωρείται η φυσική ή πνευματική τους πατρίδα (βλ. λ.χ. Αριστοτ., Μετ. 352a). H Δωδώνη παίζει σημαντικό ρόλο και στην πρώιμη γραμματεία: ο Οδυσσέας την συμβουλεύεται (ξ 427-430, τ 296-299) και ο Αχιλλέας λατρεύει εκεί τον Πελάσγιο Δία (Π 233). Όλα αυτά δείχνουν την πρώιμη σπουδαιότητα του μαντείου κατά την εποχή της διαμόρφωσης των επών. O ρόλος της Δωδώνης στο μύθο της Ιούς υποδεικνύει μια εποχή πιθανώς αρχαιότερη και από την ίδρυση του Ηραίου στο Άργος, ενώ πρέπει να προέρχεται από μια περιοχή της Ελλάδας που ήταν προσανατολισμένη προς τα βορειοδυτικά: αν ο μύθος ήταν αποκλειστικά πελοποννησιακός, ο ρόλος της Δωδώνης θα είχε εκλείψει υπέρ των Δελφών, όπως συνέβη σε άλλες εκδοχές του.[5] Ο Ηρόδοτος (4.33.2) γνώριζε για μια χερσαία (πιθανώς εμπορική) οδό που ένωνε τη Δωδώνη, τον κόλπο του Μαλιακού και την Εύβοια.  Υπήρχε μια περιοχή από τον 11ο ως τον 9ο αιώνα με επίκεντρο την Εύβοια, η οποία περιλάμβανε και τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία, τη Φωκίδα, την ανατολική Λοκρίδα και τις βόρειες Κυκλάδες και η οποία προοδευτικά απέκτησε επαφές με τη δυτική Μακεδονία και την ανατολική Μεσόγειο.  
Ίσως τα ταξίδια της Ιούς σ’ αυτό το στάδιο να αποτελούν μια εικόνα (σύλληψη στη Δωδώνη, γέννα στην Εύβοια) των ταξιδιών των πρώιμων Ιώνων εμπόρων. Όλα αυτά μας ξαναφέρνουν στην Ιώ: ο Στράβων (10.1.3) μας αναφέρει ότι η Εύβοια λεγόταν Ελλοπία από τον Έλλοπα, το γιο του Ίωνα. Ο Ξούθος και ο γιος του Ίων κατά πάσα πιθανότητα προέρχονταν από τις μυθικές παραδόσεις της Εύβοιας, ενώ ο Αχαιός από την απέναντι ακτή του Μαλιακού. Έτσι είναι πολύ πιθανόν στο πλαίσιο αυτής της ιωνικής ευβοϊκής παράδοσης το όνομα «Ίων», το όνομα του μυθικού γενάρχη των Ιώνων, να γινόταν αντιληπτό ως η αρσενική μορφή του ονόματος της Ιούς.
   Θα μπορούσε βεβαίως κανείς να παρατηρήσει, δεδομένου ότι η αναφορά στη Δωδώνη έχει ως αρχαιότερη πηγή τον Προμηθέα, πως ο Αισχύλος είναι ο δημιουργός μέρους αυτής της παράδοσης. Στην πραγματικότητα, όμως, η ανάλυση της δομής του ησιόδειου Καταλόγου των γυναικών μάς υποδεικνύει ότι η παράδοση αυτή προηγείται χρονικά του τραγωδού. Στον Κατάλογο η εισδοχή της Ιούς στο στέμμα των Ιναχιδών γίνεται ενώ η Ιώ έχει ήδη ευβοϊκές διασυνδέσεις. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε κυρίως μέσω της γενεαλογίας του Άβαντα. Στη γενεαλογία των Ιναχιδών και στο πλαίσιο της αργολικής παράδοσης ο Άβας είναι γιος του Λυγκέα και της Υπερμήστρας και μακρινός απόγονος της Ιούς.[6] Ο Άβας, όμως, είχε τις δικές του ανεξάρτητες συνδέσεις με την Εύβοια και οι συνδέσεις αυτές ήταν τόσο στενές, ώστε οι Ευβοείς να αποκαλούνται Άβαντες[7] και η Εύβοια να αποκαλείται ενίοτε «Αβαντίς».[8] Η Ιώ, ο Έπαφος και ο Άβας σ’ αυτή την ευβοϊκή παράδοση αποτελούν μια ξεχωριστή ενότητα, η οποία ενσωματώθηκε στο στέμμα των Ιναχιδών σε σχετικά όψιμο στάδιο. Ότι αποτελούν ξεχωριστή ενότητα αποδεικνύεται από το εξής: η γενεαλογική ποίηση, όπως είναι ο Κατάλογος, αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα συνένωσης ανεξάρτητων αρχικά στεμμάτων σε ένα ενιαίο σχήμα. Τα σημεία συνένωσης υλικού «σημαδεύονται» από ενώσεις θεών με θνητές που γεννούν ένα ημιθεϊκό παιδί. H Ιώ και ο γιος της Έπαφος αποτελούν ακριβώς ένα τέτοιο σημείο σύνδεσης, [9] το οποίο «σημαδεύει» ένα παρακλάδι στο στέμμα των Ιναχιδών που έχει ως κάτω άκρο τον Άβαντα.[10] Μέσα σ’ αυτό το παρακλάδι η Λιβύη, εγγονή της Ιούς, αποτελεί ένα άλλο σημείο σύνδεσης υλικού, το οποίο σχετίζεται με το ταξίδι της Ιούς στην Αφρική και είδαμε ότι δημιουργήθηκε μετά την ίδρυση της Κυρήνης και της Ναύκρατης. Το ενδιάμεσο αυτό υλικό φαίνεται να τελειώνει με την ένωση Λυγκέα και Υπερμήστρας, η οποία εξυπηρετεί γενεαλογικά την ένωση των δύο αντιμαχόμενων γενεών (Δαναός-Αίγυπτος) και δίνει τον Άβαντα.[11] Αν αφαιρεθεί το παρεμβαλλόμενο υλικό, τότε η γενεαλογία από την Ιώ στον Άβαντα έχει ως εξής: Ιώ, Έπαφος, Άβας. Η γενεαλογία αυτή πρέπει να είχε ως αρχικό πυρήνα την Ιώ και τον Έπαφο και να ενσωμάτωσε τον Άβαντα προτού ενσωματωθεί στο στέμμα των Ιναχιδών. Η ενσωμάτωση στο στέμμα των Ιναχιδών πρέπει να έγινε κάποια στιγμή μετά την ίδρυση του Ηραίου και τη σταδιακή ανάδειξη του Άργους ως σημαντικής δύναμης στην Πελοπόννησο. Επομένως η ευβοϊκή παράδοση πρέπει να είναι προγενέστερη και να συμπίπτει με την αυξημένη σημασία της Εύβοιας κατά τον 8ο αιώνα.
   Συμπεράσματα: μολονότι η κυρίαρχη γνώμη είναι πως υπήρχε μόνο μία Ιώ, η αργολική, η οποία συνδεόταν ειδικά με τον Ίναχο και κάποια στιγμή συνδέθηκε με το Ηραίο και από την οποία προέκυψαν διάφορα μυθολογικά παρακλάδια, είναι δυνατόν να ανιχνεύσουμε την ύπαρξη τουλάχιστον άλλης μιας Ιούς, του Πελασγικού Άργους, της Δωδώνης και της Εύβοιας, η οποία τελικά ενσωματώθηκε στις αργίτικες γενεαλογίες. Η συγχώνευση αυτή δεν πρέπει να μας προβληματίζει, αφού η Ιώ της Αργολίδας συγχωνεύτηκε και με μια άλλη ανεξάρτητη αρχικά μυθική μορφή, την Καλλιθόη, Καλλίθυια, η οποία θεωρείται ως η πρώτη ιέρεια της Αργείας Ήρας στη Φορωνίδα (απ. 4 -600 π.Χ. περίπου).[12]  Οι δύο μορφές συγχωνεύτηκαν στην Ιώ Καλιθύεσσα, πιθανώς μέσω ενός τμήματος του Καταλόγου.[13]
            Μια απ’ αυτές τις τοπικές παραλλαγές φαίνεται ότι σχετιζόταν με τη δράση των Ιώνων στον εμπορικό δρόμο Εύβοια, Πελασγικό Άργος (Μαλιακός-Θεσσαλία), Δωδώνη. Το όνομα της Ιούς σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέπεμπε στους Ίωνες.

[Πηγή:L. Mitchell, "Euboean Io", CQ 51 2001, 339-352] 




[1] Εναλλακτικά αποδίδεται στον Κέρκοπα το Μιλήσιο (6ος αιώνας). 
[2] Βλ. λ.χ. Στέφ. Βυζ. s.v., ο οποίος σημειώνει 11 τέτοιες πόλεις.
[3] Πβ. τους μύθους από τη Δωδώνη που συνδέονται με τον Ελλό (Φιλόστρατος, Εικ. 2.33) και τους Ελλούς/Σελλούς (Ιλ. Π 234-5, Αριστοτ., Μετ. 352b, Στράβων 7.7.10). 
[4] Οι Ευβοείς είχαν εγκατασταθεί στον Ωρικό και την Κέρκυρα (από όπου τους έδιωξαν οι Κορίνθιοι).
[5] Στο μύθο της Ιούς θα είχαμε έτσι μια ανάλογη εξέλιξη μ’ αυτή που φαίνεται να συνέβη στην ιστορία των Αργοναυτών: εκεί μια μυθική ιστορία που συνδεόταν αρχικά με τη Θεσσαλία και τη Δωδώνη αποκτά ένα δελφικό επίχρισμα και μια πανελλήνια διάσταση, όταν η Θεσσαλία αποκτά μεγαλύτερη επιρροή στην πυθική αμφικτιονία.  
[6] Απολλόδ. 2.2.1. Πβ. Ησίοδ. απ. 129.3, 135.2 MW.
[7] Ιλ. Β 536-544, Ησίοδ. απ. 204.52-53, 244 MW και βλ. Ηρόδ. 1.146.1.
[8] Ησίοδ. απ. 296 MW (Στέφ. Βυζ. λήμμα Αβαντίς), Στράβων 10.1.3.
[9] H αστάθεια της γεναλογίας της Ιούς υποδεικνύεται από το πλήθος των «πατέρων» που της αποδίδουν: Ίναχος (βλ. λ.χ. Προμ. 589-590, Ηρόδ. 1.1.3), Πειρήν, Πείρας, Πείρασος, Πείρανθος (Ησίοδ. απ. 124 MW και Ακουσίλαος 2 F 26, Πλούτ. απ. 158 Sandbach, Υγίν. 145, Παυσ. 2.17.5, Ησύχ. Ι 1185), Ίασος (Σ Ευρ., Ορ. 932, Παυσ. 2.16.1, Απολλόδ. 2.1.3).
[10] Με τον Προίτο και τον Ακρίσιο έχουμε ένα άλλο σημείο συνένωσης.  
[11] Ο Λυγκέας πιθανότατα ανήκε σε ανεξάρτητη γενεαλογία που ενσωματώθηκε στο γενικό σχήμα, όπως υποδεικνύεται από το γεγονός ότι αναλαμβάνει τη βασιλεία στο Άργος μέσω του γάμου του με την κόρη του βασιλιά.  
[12] Φορωνίς απ. 4: Καλλιθόη κλειδοῦχος Ὀλυμπιάδος βασιλείης͵ / Ηρης Ἀργείης. Πβ. Πλούτ. απ. 158 Sandbach: Λέγεται δὲ Πείρας ὁ πρῶτος Ἀργολίδος ῞Ηρας ἱερὸν εἱσάμενος τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα Καλλίθυιαν ἱέρειαν καταστήσας.
[13] Βλ. Κατάλ. 124 MW. Ακουσίλαος απ. 26.