Ο θεωρητικός χαρακτήρας της τραγωδίας


Ο στοχασμός του πολίτη-θεατή σε σχέση με την τραγωδία (ένα είδος θεωρεῖν) μπορεί να εγκαινιάσει έναν διάλογο, του οποίου το θέμα και η μορφή προοικονομούν το σωκρατικό διάλογο και την κλασική πολιτική θεωρία. Η ενεργοποίηση της δυνατότητας του πολίτη να θέτει ερωτήματα, ο διάλογος, ένα νέο είδος ατομικής και συλλογικής στοχαστικότητας αποτελούν το «θεωρητικό χαρακτήρα» της τραγωδίας.
Η τραγωδία στοχάζεται και αντανακλά τους τρόπους, με τους οποίους η ελληνική πόλις αναπαριστά τον εαυτό της μέσα από συλλογικές εκφράσεις όπως ο μύθος, η τελετουργία, οι εορτές. Έτσι αντιπροσωπεύει μια σημαντική στιγμή στη διαμόρφωση της αυτοσυνειδησίας της πόλης, μια αυτοσυνειδησία που αναδύθηκε μέσα από το έργο των τραγικών, και σημαδεύει μια θεμελιώδη τομή στη μορφοποίηση της κοινότητας, μια τομή που φανερώνεται προπάντων στον αναδυόμενο στοχασμό της πόλης για τον εαυτό της μέσα από την τραγική αναπαράσταση.  Όπως τονίζει όμως ο J. P. Vernant, η τραγωδία δεν αναπαριστά απλώς την πόλη, αλλά θέτει και το ερώτημα τι είναι η πόλη με δύο τουλάχιστον τρόπους: πρώτον, με το να παριστά την πόλη να περνά διάφορες κρίσεις και, δεύτερον, με το να παίζει καίριο ρόλο στην κοινωνική ζωή της πόλης σε δημόσιους διαγωνισμούς και εορτές. Επιπλέον, η πόλη αποκτά τη δημοκρατική της μορφή ακριβώς τη στιγμή που μαθαίνει να ανακαλύπτει τον εαυτό της μέσα από την αναπαράστασή της στο θέατρο.
Η αττική τραγωδία περιστρέφεται γύρω από λέξεις και πράξεις στον εξωτερικό κόσμο της πόλης και όχι μόνο στο εσώτερο βασίλειο της ψυχής. Η γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων, η οποία ενσωμάτωσε τους διαγωνισμούς τραγωδίας, ήταν επικεντρωμένη στην πόλη, στην ιδεολογία της, τη δύναμή της και την ταυτότητά της. O θεατής έβλεπε να ξεδιπλώνονται μπροστά του κρίσεις και δημόσιοι κίνδυνοι συνήθως έξω από τα όρια της Αττικής. Είναι βέβαιο ότι η τοποθέτηση στη Θήβα δραμάτων, όπου πρωταγωνιστούν συνήθως αλαζόνες βασιλείς και ανόητοι πολίτες, όπου παραβιάζονται ιεροί κώδικες και καταστρέφονται ο οίκος και η πόλη, παρείχε στο αθηναϊκό ακροατήριο ένα είδος αντισωμάτων απέναντι σ’ αυτές τις κρίσεις και ίσως μια ευχαρίστηση για όσα πάθαιναν οι Θηβαίοι εχθροί τους. Επιπλέον, βλέποντας, ερμηνεύοντας και κρίνοντας τους λόγους και τις πράξεις των ηρώων δινόταν η ευκαιρία στους Αθηναίους να στοχαστούν πάνω σε προβλήματα κοινωνικής ευταξίας και ηθικών υποχρεώσεων και να αντιληφθούν την αξία του νόμου, της εξουσίας, του οίκου, της πόλης, των θεών. Μ’ αυτόν τον τρόπο η τραγωδία συμπλήρωνε την καθημερινή πολιτική δραστηριότητα των Αθηναίων. Η τραγωδία με την απαίτησή της για συνδυασμένη εφαρμογή της ικανότητας των θεατών για θέαση, στοχασμό και κρίση, μπορεί να ιδωθεί ως κρίσιμο στοιχείο της αθηναϊκής δημοκρατικής πολιτείας και ως διαρκής πρακτική εκπαίδευση των πολιτών.
Η δημοκρατία των Αθηναίων οπλιτών θεμελίωσε τη νομιμότητά της στις νίκες εναντίον των Περσών και στη δημιουργία της αθηναϊκής ηγεμονίας. Η τραγωδία δεν υπήρξε απλό στολίδι στην ανάπτυξη αυτής της ηγεμονίας, αλλά ουσιαστικό στοιχείο της. Η τραγωδία υπήρξε το σχολείο της αθηναϊκής δημοκρατίας, αφού εκπαίδευε τους πολίτες στις νεωστί αναδυόμενες μορφές πολιτικής συμπεριφοράς. Η τραγωδία βοήθησε στη νομιμοποίηση των νέων τύπων λήψης αποφάσεων, οι οποίοι στηρίζονταν στις νέες πολιτικές δομές, και επιπλέον μετέβαλε το ομηρικό πολεμικό ήθος προσαρμόζοντάς το στις ανάγκες της δημοκρατίας των οπλιτών. Το δράμα δίδαξε στους Αθηναίους πώς να συμβιβάζουν το ατομικό με το γενικό συμφέρον, τον ήρωα με το στρατό, τον οίκο με το κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι το δράμα γεννήθηκε τον 6ο αιώνα σε μια ελληνική πόλη-κράτος. Όπως η διαμόρφωση της πόλης-κράτους, όπως η δημοκρατία και η ελευθερία του λόγου, έτσι και η γέννηση του θεάτρου αποτελεί έκφανση μιας ενιαίας και ευρύτερης κοινωνικής αλλαγής, του περάσματος από τη φυλετική κοινωνία στη ζωή της πόλης-κράτους.
       Η τραγωδία είναι αττική με μια έννοια πολύ βαθύτερη από το απλό γεγονός του τόπου γέννησής της και από το ότι οι ποιητές της ήταν Αθηναίοι. Η τραγωδία αναπτύχθηκε συνειδητά ως μέσο ενίσχυσης της νομιμοποίησης του δημοκρατικού καθεστώτος και διδασκαλίας πολιτικών μαθημάτων στους Αθηναίους. Δημοκρατία και τραγωδία στην Αθήνα γεννήθηκαν μαζί.[1] Η σημασία της για την αθηναϊκή κοινωνία είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτή στην ολότητά της από το σύγχρονο δυτικό άνθρωπο, για τον οποίο κοινωνία και πολιτική διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους. Ελάχιστες κοινωνίες ενοποίησαν το πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο σε τέτοιο βαθμό όπως η αθηναϊκή. Η ιδιωτική ζωή του Αθηναίου πολίτη ήταν ακατάλυτα συνδεμένη με την πολιτική.
       Η τραγωδία ήταν μέρος της δημόσιας ζωής του Αθηναίου πολίτη, μέρος της πολιτικής διαδικασίας και όχι κάτι διαφορετικό και αποκομμένο. Αυτό γίνεται φανερό από όλες τις δραστηριότητες που περιέβαλλαν τις τραγικές παραστάσεις καθώς και από το ότι το περιεχόμενο των έργων ήταν πολιτικό σε βαθμό που ο σύγχρονος μελετητής δύσκολα αντιλαμβάνεται. Αν και η τραγωδία δεν ήταν άμεση έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων του απλού Αθηναίου στο βαθμό που ήταν η κωμωδία, εντούτοις ουσιαστικά τα δύο θεατρικά είδη έχουν την ίδια λειτουργία. Το θέατρο ήταν η πόλη. Η τραγωδία ήταν θεμελιώδης συνισταμένη της αθηναϊκής δημοκρατικής πολιτείας.
       Πρέπει να σημειώσουμε εμφατικά το τι σήμανε για την τραγωδία η κρατική επισημοποίησή της. Σήμανε τη μεταβολή της από τελετουργική μορφή σε διαδικασία πολιτικοποίησης, την εκκοσμίκευσή της. Από μέσο για την έκφραση πιο πρωτόγονων εννοιών και συναισθημάτων μετατράπηκε σε μέσο κοινωνικής κριτικής. Αυτή η μετάβαση έγινε δυνατή χάρη στο ξεπέρασμα της φυλετικής δομής της αθηναϊκής κοινωνίας και την υποκατάστασή της από την κλεισθένεια δομή των δήμων. Έτσι το δράμα με τη δράση του, με την προβολή της ενεργητικής επιλογής, ξεχώρισε από το παθητικό δρώμενο με την προκαθορισμένη τελετουργία του. Οι τραγωδοί έγιναν οι θεωρητικοί της πολιτικής της αθηναϊκής δημοκρατίας, πρόδρομοι του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.




[1] Αυτό δε σημαίνει ότι η δημοκρατία, όπως η τραγωδία, είναι καθαρά αθηναϊκή εφεύρεση. Απλώς τυχαίνει να διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες για τη συνταγματική ιστορία της Αθήνας από όσο για άλλες πόλεις και η έρευνα έχει αναγκαστικά στραφεί κυρίως προς αυτήν. Εντούτοις υπήρχαν πολλές άλλες δημοκρατίες στην Ελλάδα κατά την κλασική περίοδο και κανένας από τους σωζόμενους ιστορικούς και πολιτικούς στοχαστές δεν ισχυρίζεται ότι η Αθήνα επινόησε τη δημοκρατία. (Μόνο ο Λυσίας το 387 π.Χ. στον επιτάφιο λόγο του 2, 18 ισχυρίζεται ότι η Αθήνα ήταν η πρώτη πόλη που θεμελίωσε δημοκρατικό πολίτευμα. Ωστόσο η δήλωση αυτή, πάνω από έναν αιώνα μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, υπόκειται στην υπερβολή του πατριωτισμού και είναι δύσκολο να ληφθεί σοβαρά υπόψη). Πολυάριθμες ενδείξεις υποδεικνύουν ότι λαϊκές μορφές διακυβέρνησης υπήρξαν και σε άλλες ελληνικές πόλεις ταυτόχρονα ή και νωρίτερα από ό,τι στην Αθήνα.