Αρκτικός


Αρκτικός

Υπνωτισμένη όψη της γαλήνης μέσα σου,
φως συσταλμένο στου ματιού το κέντρο.
Η σελήνη είναι ένα χελιδόνι ασπρόμαυρο
κι έμεινε πίσω τη στιγμή που αποδημούσαν τ’ άλλα θαύματα.
Ωριμάζει τη νύχτα ο κόσμος
και οι πτυχές του ξεδιπλώνονται, σκοτεινά φτερά της πεταλούδας.
Ωριμάζει η ζωή στο δέντρο της και σκάει σαν ρόδι,
σκορπίζοντας κοκκινωπούς καρπούς στον ουρανό τ’ αστέρια.

Πόσο ευλογημένες είναι οι ώρες πριν απ' την ανατολή.
Γεμάτες συνήθως από ανήσυχες κινήσεις αγνοημένων φόβων.
Και κάποτε -πολύτιμη φορά- από την αντανάκλαση
ενός προσώπου ή προσωπείου ξεχασμένου στο βάθος των καιρών.
Μέσα από τα νερά αναδύεται για να το μελετήσεις.
Να πεις αν είναι το δικό σου ή όχι.

Οι άνθρωποι ανακαλύπτουν τι δεν είναι,
μόνο όταν το χρειάζονται πραγματικά.
Όταν έχει φθαρεί τόσο πολύ,
το προσωπείο διαλύεται κι ο ηθοποιός μένει απρόσωπος
να αναρωτιέται αν είναι ακόμη ο ήρωας του έργου
ή αν είναι πια μονάχα ο εαυτός του.
Και τι πραγματικά να είναι ο εαυτός του.
Επάνω στη σκληρή σκηνή του κόσμου οι μόνοι πρωταγωνιστές
είναι το χάος της ανθρώπινης ζωής
και η άπιαστη ομορφιά της φύσης.

Κάπου μακριά, στον παγωμένο αρκτικό του χρόνου,
γεννιέται μία ζεστή τελεία.
Θέλει να γίνει το κέντρο 
απ’ όπου ο διαβήτης της ζωής θα τραβήξει έναν νέο κύκλο.
Κάπου μακριά το μηδέν υποχωρεί 
μπροστά στη θέρμη μιας ολοκαίνουργιας συνείδησης,
καθώς την ξεγεννά με αγωνία η μήτρα του ασυνείδητου.
Ίσως τελικά να ανατείλει κι αυτή τη φορά ο ήλιος.
Κανένας δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος.

Ο ήλιος ανατέλλει κάθε φορά που τον χρειάζεσαι.
Για να του πεις ή να σου πει -αδιάφορο- ποιος θέλεις πραγματικά να είσαι.

[Σταύρος Γκιργκένης -24 Δεκεμβρίου 2014]