Η πολιτική σκέψη στην ποίηση της αρχαϊκής εποχής


Όπως λέγεται συχνά, στην Ελλάδα ο ποιητής είναι ψυχαγωγός, καλλιτέχνης, τεχνίτης και πάνω από όλα δάσκαλος και εκπαιδευτής του λαού του. Καθώς οι πόλεις ήταν μικρές και οι διαπροσωπικές σχέσεις έντονες, ζωντανές και γεμάτες ένταση, οι ατομικές δράσεις, ιδιαίτερα από ισχυρούς ηγέτες, εύκολα επηρέαζαν την κοινωνία ως σύνολο. Αυτοί που συνήθιζαν να εκφράζουν τις απόψεις τους δημόσια, ανάμεσά τους και οι ποιητές και τραγουδιστές, δεν μπορούσαν παρά να σκεφτούν, να μιλήσουν και να τραγουδήσουν για τα κοινά ζητήματα. Έτσι συχνά ακόμη και η μη πολιτική ποίηση ασχολείται με πολιτικά θέματα. Τα ακροατήρια μιας τέτοιας ποίησης φυσικά θα ήταν συνηθισμένα στο να απολαμβάνουν και αντιλαμβάνονται πολιτικούς υπαινιγμούς και μηνύματα πλεγμένα στη μυθολογική ή άλλη αφήγηση.
Ήδη στον Όμηρο συναντάμε τις αρχές της πολιτικής σκέψης στη λογοτεχνία: στην Ιλιάδα ο Τρωικός Πόλεμος, παρά τον επικό και πανελλήνιο χαρακτήρα του, μοιάζει με πόλεμο δύο πόλεων στις απέναντι πλευρές μιας πεδιάδας. Σε όλη την ελληνική ιστορία τέτοιες αντιπαλότητες γειτονικών πόλεων συχνά προξένησαν μακροχρόνιους πολέμους. Και για πρώτη φορά τέτοιοι πόλεμοι μαρτυρούνται ακριβώς στην εποχή του Ομήρου.
Στην Οδύσσεια ο Οδυσσέας έχει κατά νου την πόλη, όταν πλησιάζει τη γη των Κυκλώπων: σύγχρονος με τον 1ο αποικισμό ο ποιητής επισημαίνει την καταλληλόλητα του νησιού για την ίδρυση μιας πόλης (Ι 131-41). Οι Κύκλωπες όμως ζουν σε συνθήκες αντίθετες με την πόλη: δεν καλλιεργούν τη γη (107-11), δεν έχουν πλοία και δεν επισκέπτονται τις πόλεις των άλλων ανθρώπων (125-9). Είναι άνομοι (106) και περιφρονούν τους θεούς (273-8). Δεν έχουν κοινούς τόπους συνεδριάσεων, ο καθένας τους έχει τους δικούς του νόμους για την γυναίκα και τα παιδιά του (112-5). Με λίγα λόγια η κοινωνία των Κυκλώπων περιγράφεται ως κοινωνία που αγνοεί την πόλη και τη δομή της: αποτελείται από αυτόνομες μονάδες (οίκοι).
Από την άλλη η κοινωνία των Φαιάκων παρουσιάζεται ως η ιδανική πόλις: τα μέλη της σέβονται τους θεούς, είναι φιλόξενοι και γενναιόδωροι στους ξένους και κατέχουν έξοχα τη ναυτική τέχνη (Οδ. ζ-θ, ν 1-95). Η αντίθεση είναι ηθελημένη: από τη μια τα τέρατα που δεν μετέχουν σε μια κοινωνία τύπου πόλης, από την άλλη ο λαός που κάνει τα πάντα σωστά και δίκαια μέσα από την κοινοτική του εμπειρία. Έτσι στο έπος η πόλη εκπροσωπεί τον πολιτισμό, την επικοινωνία, την κοινότητα, τη δικαιοσύνη. Η ζωή χωρίς πόλη είναι πρωτόγονη, απομονωμένη και άνομη.
Η κοινωνία που περιγράφεται στα ομηρικά έπη φαίνεται να βρίσκεται κοντά στην πραγματική κοινωνία, στην οποία ζούσε ο ποιητής. Καθώς η επική ποίηση απολάμβανε πανελλήνιας αναγνώρισης, πρέπει να ήταν πλατιά ελκυστική και γεμάτη νόημα, παρά τις τοπικές διαφορές. Άρα τα ομηρικά έπη πρέπει να αντανακλούν σχέσεις, καταστάσεις και ενδιαφέροντα που υπήρχαν σε μεγάλο μέρος της Ελλάδας κατά τον ύστερο 9ο και 8ο αιώνα π.Χ.
O Ησίοδος βλέπει την κοινωνία να απειλείται διαρκώς από ανεύθυνες πράξεις των βασιλέων, τους οποίους αντιμετωπίζει όχι τόσο από τη σκοπιά των ανταγωνισμών μεταξύ τους και τη στρατιωτική πλευρά της ηγεσίας τους, αλλά από την πλευρά της απονομής δικαιοσύνης. Στοχάζεται πάνω στο θέμα της δικαιοσύνης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνο κοινωνίες με σωστή απονομή δικαίου ευημερούν. Έτσι καθήκον των βασιλέων είναι η απόδοση του δικαίου (βλ. κυρίως Θεογονία 80-93 / Έργα και ημέρες 27-39 / 219-64). Ωστόσο και τα αδύναμα μέλη της κοινωνίας, αν και δεν μπορούν να αλλάξουν την κατανομή της δύναμης, οφείλουν να είναι δίκαια, να εργάζονται σκληρά και να πραγματοποιούν έναν δίκαιο κόσμο στον μικρόκοσμό τους (Έργα και ημέρες 202-12 / 27-36 / 106-7 / 213-8 / 274-97 / 298 κ.εξ. / 219-69 κ.ο.κ.). Γενικά το πρώτο μέρος των Έργων και ημερών είναι οδηγίες προς τους βασιλείς, αφιερωμένο στην προώθηση της ιδέας της κοινοτικής ευθύνης μέσω της δικαιοσύνης και της νομιμότητας. Στη Θεογονία ο Ησίοδος παρουσιάζει την ανάδυση ενός τέλειου κόσμου μεταξύ των θεών υπό την ηγεσία του Διός, που πρέπει να αποτελεί πρότυπο για τους επίγειους βασιλείς. Χρησιμοποιεί τη γενεαλογία και την προσωποποίηση για να συνδέσει και να οργανώσει σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές αξίες και παράγοντες. Η πολιτική ανάγνωση της Θεογονίας αποκαλύπτει μια πλούσια εικόνα ενσωματωμένη σε παραδοσιακές δράσεις, μύθους και γενεαλογίες, που υψώνονται ως την πλήρη συνειδητοποίηση των αξιών και των συμπεριφορών που είναι ουσιαστικές για την ευημερία της κοινότητας.
Και οι λυρικοί ποιητές ασχολούνται με πολιτικά και κοινωνικά θέματα που προβληματίζουν τις κοινωνίες τους. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα ποιήματα του Τυρταίου που ενθαρρύνουν τους Σπαρτιάτες οπλίτες τονίζοντας το ιδανικό της σταθερής και ενωμένης πόλεως και το ρόλο του πολίτη-οπλίτη στη φάλαγγα, που αποδεικνύει την αρετή του με τη σωτηρία της πόλης. Η αρετή αυτή εκτείνεται εδώ σε όλους τους πολίτες, ευγενείς και μη, και υπογραμμίζει τη φύση της πόλης ως κοινότητας ίσων πολιτών (απ. 10 / 11/ 12 West 1989-92). Ο Αρχίλοχος, πάλι, περιφρονεί τις παραδοσιακές αξίες και επικρίνει την αριστοκρατία και τα ιδανικά της (5 / 19 / 114 West 1989-92). Τέτοιου είδους ανεξαρτησία από τον παραδοσιακό τρόπο σκέψης ήταν απαραίτητη για την ανάδυση του πολιτικού στοχασμού πέρα από τους περιορισμούς των κυρίαρχων παραδόσεων και των κοινωνικών συμβάσεων.
Η εμφάνιση ανθρώπων μη αριστοκρατικής καταγωγής που υφαρπάζουν την εξουσία από τους ευγενείς (=τύραννοι), πέρα από το ότι φανερώνει την κρίση της αριστοκρατίας, δημιουργεί στις πόλεις εσωτερικές εντάσεις και συζητήσεις. Το κλίμα αυτό αντανακλάται στα Θεογνίδεια, μια συλλογή σύντομων ελεγειών με διαφορετική προέλευση και χρόνο συγγραφής, ο κεντρικός πυρήνας των οποίων τοποθετείται στα Μέγαρα και στον 6ο αιώνα π.Χ. Αν και τα Θεογνίδεια θέτουν σοβαρά προβλήματα προέλευσης και αυθεντικότητας και ορισμένοι αμφιβάλλουν ακόμη και για το κατά πόσο το 1ο πρόσωπο των ποιημάτων είναι αναγκαστικά ο ίδιος ο ποιητής Θέογνης, εντούτοις το τοπικό μεγαρικό χρώμα υπάρχει, αλλά δεν είναι τόσο κυρίαρχο, ώστε τα ποιήματα να μην έχουν δυνατότητα ενδιαφέροντος και πέραν των Μεγάρων.

Η στάση του Θέογνη είναι αναμφισβήτητα αυτή ενός αγαθού, ενός αληθινού αριστοκράτη. Ο Θέογνης επισημαίνει ότι η αριστοκρατία είναι καταδικασμένη, αν δεν εγκαταλείψει συμπεριφορές που οδηγούν στη στάση και την τυραννία. Φοβάται ανθρώπους, οι οποίοι διαφθείρουν το δήμο και δικαιώνουν τους άδικους για προσωπικό κέρδος (39-52). Η άνοδος μη αριστοκρατών και η οικονομική έκπτωση αριστοκρατικών οικογενειών αποτελεί κίνδυνο (53-8 / 173-8 / 667-70). Φοβάται τη συμμαχία έκπτωτων αριστοκρατικά οικογενειών με πλούσιους μη αριστοκράτες (183-96 / 1109-14). Επιμένει στην αριστοκρατική καθαρότητα και ανωτερότητα που βασίζεται σε αιώνες ηγεσίας και εμπειρίας, αλλά και στις εκ φύσεως ανώτερες ιδιότητες των αριστοκρατών, οι οποίες δεν μπορούν να μαθευτούν μέσω διδαχής (429-38). Μόνοι ικανοί για ορθή διακυβέρνηση είναι οι αριστοκράτες (145-50 / 315-22 / 611-14 / 635-6), ενώ ο δήμος είναι ανόητος (847-50).