Η ιστορία του Ανθέως (Παρθένιος 14)



Ανθεύς

(Την ιστορία αφηγείται ο Αριστοτέλης[1] και οι συγγραφείς των Μιλησιακών)

            Ένα αγόρι βασιλικής γενιάς από την Ασσησό,[2] ο Ανθεύς, ήταν όμηρος στην αυλή του Νηλείδη Φοβίου, ο οποίος τότε εξουσίαζε τους Μιλήσιους.[3] Η γυναίκα του Φοβίου, η Κλεόβοια, την οποία ορισμένοι αποκαλούν Φιλαίχμη, ερωτεύτηκε τον Ανθέα και χρησιμοποίησε κάθε είδους τέχνασμα για να τον φέρει κοντά της. Εκείνος όμως την απέκρουε, πότε ισχυριζόμενος ότι φοβόταν μήπως φανερωθεί, πότε προφασιζόμενος τον Ξένιο Δία και το κοινό τραπέζι. Η Κλεόβοια δυσαρεστημένη έβαλε με το νου της να τον εκδικηθεί, αποκαλώντας τον ανελέητο και αλαζόνα. Πέρασε ο καιρός και η Κλεόβοια προσποιήθηκε ότι είχε απαλλαγεί από τον έρωτά της. Έριξε μια ήμερη πέρδικα σε βαθύ πηγάδι και παρακάλεσε τον Ανθέα να κατεβεί και να την ανασύρει. Εκείνος υπάκουσε πρόθυμα, επειδή δεν υποψιαζόταν τίποτα, και η Κλεόβοια έριξε πάνω του μια συμπαγή πέτρα. Ο Ανθεύς πέθανε αμέσως, ενώ εκείνη, επειδή κατανόησε τι φοβερή πράξη είχε κάνει και επειδή άλλωστε φλεγόταν ακόμη από σφοδρό έρωτα για το αγόρι, κρεμάστηκε. Ο Φοβίος πάλι, θεωρώντας γι’ αυτό το λόγο τον εαυτό του ως καταραμένο, παραχώρησε την εξουσία στο Φρύγιο.[4] Ορισμένοι λένε ότι στο πηγάδι ρίχτηκε όχι μια πέρδικα, αλλά ένα χρυσό σκεύος, όπως αναφέρει και ο Αλέξανδρος ο Αιτωλός στους εξής στίχους από τον Απόλλωνά του:

Παιδί του Νηλείδη Ιπποκλή ο Φοβίος
θα είναι γνήσιος γιος νόμιμων γονέων.
Στο σπίτι του θα έρθει σύζυγος, μνηστή. Νύφη θα είναι ακόμη,
που όμορφα γυρνά τη ρόκα στον κοιτώνα,
όταν του βασιλιά της Ασσησού γόνος, ο Ανθεύς, θα καταφτάσει,
επικαλούμενος της ομηρείας τον βέβαιο όρκο,
στην πρώτη νιότη του, πιο θαλερός κι από την άνοιξη
(το καρπερό νερό της Πειρήνης[5] δε θ’ αναθρέψει
γιο τόσο τρυφερό στον Μέλισσο, απ’ όπου θα προέλθει,
χαρά μεγάλη για την Κόρινθο και για τους δυνατούς τους Βακχιάδες πόνος).[6]
Τον Ανθέα, φίλο του γοργού Ερμή, η νύφη η τρελή
ευθύς θα ερωτευτεί μ’ έρωτα λιθόβλητο.
Τα γόνατά του αγγίζοντας [7] θα θέλει να τον πείσει
έργα να πράξει άνομα. Κι εκείνος από σέβας για τον Ξένιο Δία,
για του Φοβίου τις σπονδές, για το κοινό του τραπεζιού το αλάτι,
τα λόγια τα ανάρμοστα σε ποταμούς και κρήνες θα ξεπλένει.
Όταν ο λαμπερός Ανθεύς θα αρνηθεί τον άθλιο γάμο,
τότε πανούργο δόλο θα του στήσει εκείνη,
με λόγια απατηλά τα εξής που λένε:
«Η στάμνα μου η χρυσή από του πηγαδιού το βάθος
τώρα δα σαν την τραβάγανε έσπασε το κακό σκοινί
και στων νερών τις Νύμφες πήγε.
Για το θεό, αν πας και πίσω μου τη φέρεις
(ακούω του πηγαδιού ο δρόμος άνετος πως είν’ για όλους),
τότε θα μου ’σαι πολύ αγαπητός».
Αυτά θα πει η γυναίκα του Νειλείδη Φοβίου.
Κι εκείνος, δίχως να υποπτεύεται, το ρούχο
που φοράν οι Λέλεγες θα βγάλει, έργο της μάνας του Ελλαμενής,
γοργά το κοίλωμα θα κατεβεί του πηγαδιού.
Κι αυτή, γυναίκα με σχέδιο στο νου ανήθικο,
και με τα δυο της χέρια μυλόπετρα επάνω του θα ρίξει.
Τότε ο πιο δυστυχισμένος απ’ όλους τους φιλοξενούμενους
θα κατοικήσει τον μοιρόγραφτό του τάφο. Κι εκείνη
απ’ το λαιμό θα κρεμαστεί και θα πάει μαζί του στον Άδη.





[1] Ορισμένοι αμφιβάλλουν για την αναφορά εδώ στον Αριστοτέλη και προτείνουν διάφορες διορθώσεις για το όνομα της πηγής του Παρθένιου. Ωστόσο οι φιλόσοφοι συχνά χρησιμοποιούσαν μυθολογικά παραδείγματα και στα πιο σοβαρά έργα τους, ενώ η ιστορία θα μπορούσε να είναι ενσωματωμένη στην περιγραφή του πολιτεύματος της Μιλήτου: ξέρουμε ότι ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τα πολιτεύματα των μεμονωμένων πόλεων, αλλά από τα σχετικά του έργα σώθηκε μόνο η Αθηναίων πολιτεία.
[2] Πόλη της Μικράς Ασίας στην περιοχή της Μιλήτου.
[3] Οι Νειλήδες παίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλές παραδόσεις στον ιωνικό αποικισμό της Μικράς Ασίας.
[4] Ο Φρύγιος αυτός ερωτεύτηκε μια κόρη του Πύθη από τη Μυούντα, η οποία είχε έρθει στη Μίλητο για μια γιορτή της Άρτεμης. Ο γάμος τους έβαλε τέλος στον πόλεμο ανάμεσα στους Μιλήσιους και τους κατοίκους της Μυούντος.
[5] Κρήνη στην Κόρινθο. Το νερό της προερχόταν από μια ψηλότερη πηγή, που βρισκόταν στην κορυφή του Ακροκορίνθου, και που της δόθηκε αρχικά επίσης το όνομα Πειρήνη από τη νύμφη Πειρήνη, κόρη του ποταμού Ασωπού. Ο σχετικός μύθος λέει πως όταν η Πειρήνη έχασε το γιο της Κεγχρία, ο οποίος σκοτώθηκε κατά λάθος από την Άρτεμη ενώ κυνηγούσε, άρχισε να κλαίει ασταμάτητα, και τα δάκρυά της μεταμορφώθηκαν στην πηγή αυτή.
[6] Οι στίχοι στην παρένθεση υπονοούν την περίπτωση του Ακταίωνα, γιου του Μέλισσου, ο θάνατος του οποίου είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη του γένους των Βακχιαδών, οι οποίοι δυνάστευαν την Κόρινθο. Τον νεαρό Ακταίωνα ερωτεύτηκε ο Βακχιάδης Αρχίας, αλλά επειδή ο Ακταίων δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του, ο Αρχίας προσπάθησε να τον κλέψει από το σπίτι του τη νύχτα. Ακολούθησε σκληρός αγώνας ανάμεσα στους απαγωγείς και τους φίλους του Μέλισσου και ο Ακταίων βρήκε φρικτό θάνατο. Ο Μέλισσος, απογοητευμένος που δεν μπόρεσε να πείσει τους Κορίνθιους να εκδικηθούν, αυτοκτόνησε. Τότε ο Ποσειδώνας έστειλε στην πόλη ξηρασία και λοιμό. Οι Κορίνθιοι ζήτησαν τη συμβουλή του Μαντείου των Δελφών, που τους σύστησε εξαγνισμό. Ο Αρχίας μισήθηκε από τους Κορίνθιους και αναγκάστηκε να φύγει επικεφαλής αποίκων στη Σικελία, όπου έβαλε τα θεμέλια των Συρακουσών στο μικρό νησί Ορτυγία το 734 π.Χ.
[7] Κλασική πράξη ικεσίας των αρχαίων Ελλήνων το άγγιγμα των γονάτων. Με παρόμοιο τρόπο στην Ιλιάδα η Θέτιδα αγγίζει τα γόνατα του Δία, για να τον ικετεύσει να εκδικηθεί την προσβολή στο πρόσωπο του γιου της Αχιλλέα από τον Αγαμέμνονα.