Η μητέρα του Περίανδρου (Παρθένιος 17)



 Η μητέρα του Περίανδρου

            Λέγεται ότι ο Περίανδρος ο Κορίνθιος[1] στην αρχή ήταν μετρημένος και πράος, αλλά ότι αργότερα έγινε φονικότερος για την ακόλουθη αιτία. Η μητέρα του, όταν ήταν πολύ νέος, είχε κυριευτεί από μεγάλο πόθο (γι’ αυτόν) και μέχρις ένα ορισμένο σημείο εκπλήρωνε την επιθυμία της σφιχταγκαλιάζοντας το παιδί. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός, το πάθος της όλο και μεγάλωνε και δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει την αρρώστια της. Στο τέλος πήρε το θάρρος και μίλησε στο παιδί, λέγοντάς του ότι δήθεν μια γυναίκα από τις πολύ όμορφες ήταν ερωτευμένη μαζί του. Τον παρακάλεσε λοιπόν να μην αδιαφορήσει γι’ αυτήν και μην την αφήσει να τυραννιέται άλλο. Ο Περίανδρος στην αρχή είπε ότι δε θα διαφθείρει γυναίκα που ήταν παντρεμένη σύμφωνα με τους νόμους και τα ήθη, αλλά επειδή η μητέρα του ήταν επίμονα φορτική συμφώνησε. Όταν έφτασε η νύχτα που είχε συμφωνήσει με το γιο της, τον προειδοποίησε να μην έχει αναμμένο λυχνάρι στο δωμάτιό του, ούτε να αναγκάσει τη γυναίκα να μιλήσει μαζί του και να πει κάτι∙ τον θερμοπαρακαλούσε, γιατί ντρεπόταν. Ο Περίανδρος συμφώνησε να τα κάνει όλα σύμφωνα με τις οδηγίες της μητέρας του και εκείνη, αφού περιποιήθηκε τον εαυτό της όσο το δυνατόν περισσότερο, μπήκε μέσα πλάι στο γιο της και πριν αχνοφανεί η αυγή βγήκε στα κρυφά. Την επόμενη μέρα, όταν τον ρώτησε αν όλα έγιναν όπως τα φανταζόταν και αν είναι να της πει να ξανάρθει πάλι σ’ αυτόν, ο Περίανδρος είπε ότι ανυπομονεί και ότι το ευχαριστήθηκε πολύ. Καθώς μετά από αυτά τα συμβάντα η μητέρα δε σταματούσε να πηγαίνει τακτικά στο παιδί της, ο Περίανδρος άρχισε να την ερωτεύεται και να βιάζεται πια να μάθει ποια ήταν αυτή η γυναίκα. Μέχρις ένα ορισμένο σημείο παρακαλούσε τη μητέρα του να την ικετεύσει να δεχτεί να μιλήσει μαζί του: αφού του είχε προκαλέσει τόσο πόθο, έπρεπε πια να φανερωθεί. Τώρα υπέφερε από κάθε άποψη άδικα, αφού δεν του επιτρεπόταν να αντικρίσει τη γυναίκα, με την οποία συνουσιαζόταν για τόσο καιρό. Επειδή η μητέρα του έβαζε εμπόδια, επικαλούμενη την ντροπή της γυναίκας, ο Περίανδρος διέταξε κάποιον από τους υπηρέτες του να κρύψει μερικά λυχνάρια. Όταν εκείνη κατέφτασε κατά τη συνήθειά της και επρόκειτο να ξαπλώσει στην κλίνη, ο Περίανδρος σηκώθηκε τρέχοντας και ύψωσε το φως. Όταν αντίκρισε τη μητέρα του, όρμησε για να τη σκοτώσει. Τον συγκράτησε όμως ένα θεϊκό φάσμα και υποχώρησε. Μετά από αυτό το περιστατικό παραφρόνησε ο νους και η λογική του και ξεσπώντας κατέφυγε στην ωμότητα και κατέσφαξε πολλούς από τους πολίτες. Η μητέρα του, πάλι, αφού θρήνησε σφοδρά για τη μοίρα της, αυτοκτόνησε.





[1] Τύραννος της Κορίνθου, γιος του επίσης τυράννου Κύψελου. Η εποχή της εξουσίας του συνδέθηκε με τη μέγιστη οικονομική ανάπτυξη της πόλης, ιδιαίτερα στο εμπόριο με τη δυτική Μεσόγειο, με την ίδρυση αποικιών (Απολλωνία, Επίδαμνος, Ποτίδαια, ανάκτηση της Κέρκυρας, με ένα πρόγραμμα δημοσίων έργων και εορτών. Η φήμη του υπήρξε διφορούμενη στην αρχαία παράδοση, η οποία τον παρουσιάζει άλλοτε ως αιμοσταγή τύραννο και άλλοτε ως σοφό κυβερνήτη (πολλές φορές συγκαταλέγεται ακόμη και στους Επτά Σοφούς). της. Λέγεται προκάλεσε τον θάνατο της συζύγου του κατά την εγκυμοσύνη της, ερχόμενος έτσι σε σύγκρουση με τον πεθερό του, τον τύραννο της Επιδαύρου Προκλή, του οποίου προσάρτησε τελικά τη χώρα. Ο Περίανδρος περιόρισε την πολυτέλεια και την αγορά δούλων από τους μεγαλογαιοκτήμονες, εξασφα­λίζοντας έτσι εργασία στους θήτες και προστατεύοντας τους μικροκτηματίες. Απαγόρευσε επίσης τη συγκέντρωση αγροτών στην πόλη και την περιφορά αργόσχολων στην αγορά. Έκοψε νομίσματα και φρόντισε για την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας  σκέφτηκε μάλιστα τη διάνοιξη του ισθμού της Κορίνθου, αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το σχέδιο αυτό εξαιτίας της έλλειψης τεχνικών μέσων. Και ο δίολκος επίσης φαίνεται ότι κατασκευάστηκε επί της αρχής του.