Η ιστορία της Πεισιδίκης και του Αχιλλέα (Παρθένιος 21)


Πεισιδίκη
Λέγεται ότι όταν ο Αχιλλέας με τα πλοία του λεηλατούσε τα νησιά που γειτονεύουν με την ηπειρωτική χώρα,[1] πάτησε το πόδι του και στη Λέσβο. Εκεί έκανε επιθέσεις σε κάθε πόλη χωριστά και τις λεηλατούσε. Καθώς όμως η κάτοικοι της Μήθυμνας αντιστέκονταν με μεγάλη αντρειοσύνη και ο Αχιλλέας βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία, επειδή δεν μπορούσε να κυριεύσει την πόλη, η Πεισιδίκη, μια Μηθυμναία, κόρη του βασιλιά,[2] βλέποντάς τον από το τείχος τον ερωτεύτηκε. Έτσι έστειλε την τροφό της ως αγγελιαφόρο και του υποσχέθηκε ότι θα του παραδώσει την πόλη, αν επρόκειτο να την πάρει για γυναίκα του. Ο Αχιλλέας εκείνη τη στιγμή συμφώνησε. Όταν όμως απέκτησε τον έλεγχο της πόλης, νιώθοντας απέχθεια για την πράξη της κοπέλας, προέτρεψε τους στρατιώτες του να τη λιθοβολήσουν.[3] Το πάθημα αυτό το μνημονεύει και ο ποιητής της Λέσβου κτίσεως[4] στους εξής στίχους:
Τότε ο Πηλείδης [5] φόνευσε τον ήρωα Λάμπετο,
σκότωσε και τον Ικετάονα, του αυτόχθονος Λεπέτυμνου
το γιο και της Μηθύμνης∙ σκότωσε και τον πιο δυνατό απ’ όλους
μες στη χώρα, του Ελικάονα τον αδελφό, τον τόσο ψηλό Υψίπυλο∙[6]  <...>
<...> η θαλερή η Κύπρις[7] την ξεμυάλισε.
Αυτή το νου της κόρης, της Πεισιδίκης,
αναστάτωσε στη θέα του Αιακίδη,[8]
σαν τον αντίκρισε να χαίρεται τη μάχη
ανάμεσα στων Αχαιών τους πρώτους∙ και στον υγρό αέρα
πολλές φορές τα χέρια άπλωσε τον έρωτα ποθώντας.

                 Λίγο παρακάτω προχωρά [9] και λέει:

Η κοπελιά υποδέχτηκε ευθύς μες στην πατρίδα
των Αχαιών το στράτευμα, σηκώνοντας το μάνταλο στις πύλες,
και τους γονείς της άντεξε να δει μπροστά στα μάτια της
να τους χτυπούν με το χαλκό, τα δουλικά δεσμά
των γυναικών που σέρνονταν στα πλοία.
Γιατί ο Αχιλλέας της υποσχέθηκε
νύφη ότι θα γίνει της λαμπερής της Θέτιδας, ότι πεθερικά της
θα ‘ταν οι γόνοι του Αιακού, ότι θα κατοικεί στη Φθία,[10]
στο σπίτι άνδρα άριστου γυναίκα συνετή. Όμως αυτός
δεν ήταν να τα πράξει κι εκείνη για τη μοίρα
την ολέθρια της πατρίδας της καμάρωνε ∙
τότε αυτή τον γάμο του Πηλείδη γνώρισε φοβερότατο
στα χέρια των Αργείων, η δύσμοιρη,
που την σκοτώσανε μ’ όλη τους την ορμή
με πετροβόλημα πυκνό χτυπώντας την.






[1] Εννοείται η Τρωάδα.
[2] Ο βασιλιάς αυτός πρέπει να είναι ο Λεπέτυμνος που αναφέρεται παρακάτω στο κείμενο (στο ποίημα Λέσβου κτίσις).
[3] Μια παραλλαγή αυτού του μύθου αναφέρεται σε μια Πεισιδίκη από τη Μονηνία (ή την Πήδασο) της Τρωάδος. Αυτή, ενώ ο Αχιλλέας ήταν έτοιμος να καταλάβει την πόλη με έφοδο, του διαμήνυσε ότι οι κάτοικοί της ήταν έτοιμοι να παραδοθούν από τη λειψυδρία. Έτσι ο Αχιλλέας ακύρωσε την έφοδο και κατέλαβε την πόλη αναίμακτα. Δεν είναι γνωστή η τελική μοίρα αυτής της Πεισιδίκης, αλλά η ιστορία της ενέπνευσε πιθανότατα την παρούσα αφήγηση.
[4] O ποιητής που εννοείται μπορεί να είναι ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο οποίος έγραψε μια σειρά από κτίσεις (ιδρύσεις) πόλεων (λ.χ. η Καύνου κτίσις αναφέρεται ανάμεσα στις πηγές για την ιστορία του Λύρκου). Εναλλακτικά μπορεί να είναι ο επικός ποιητής Αλκαίος, ο οποίος αναφέρεται ως ο δημιουργός πίσω από μια ιστορία κτίσης της Λέσβου, η οποία διασώζεται στον P.Oxy. 3711 fr.1.i.17 κ.εξ. Αυτός ο Αλκαίος μπορεί να ταυτίζεται με τον Αλκαίο από τη Μυτιλήνη, επιγράμματα του οποίου σώζονται στην Παλατινή ανθολογία.  
[5] Εννοείται ο Αχιλλέας, γιος του Πηλέα.
[6] Τόσο ο Ικετάων, όσο και ο Λάμπετος και ο Ελικάων είναι στον Όμηρο Τρώες ευγενείς. Ο ποιητής της Λέσβου κτίσεως τους μεταφέρει και τους ενσωματώνει στη μυθική παράδοση της Λέσβου, στην οποία κανονικά ανήκουν μόνο ο Λεπέτυμνος και η Μήθυμνα.
[7] Όνομα της θεάς Αφροδίτης από το πολύ σημαντικό κέντρο λατρείας της, το νησί της Κύπρου.
[8] Αιακίδης είναι ο Αχιλλέας, από τον παππού του Αιακό.
[9] Στο τμήμα του ποιήματος που παραλείπει ο Παρθένιος διεξάγονταν πιθανότατα οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Πεισιδίκης και του Αχιλλέα μέσω της τροφού.
[10] Η πατρίδα του Αχιλλέα.