Πόσο κατανοητή θα ήταν η μυκηναϊκή διάλεκτος σ’ έναν Αθηναίο της κλασικής εποχής;



Η σύντομη απάντηση: κατανοητή μόνο μέσω ενδεχόμενης εξάσκησης στο σχολείο

Η αναλυτικότερη απάντηση:
            Ένας Αθηναίος της κλασικής εποχής θα έβρισκε πολύ μεγάλες έως ανυπέρβλητες δυσκολίες στην κατανόηση της μυκηναϊκής διαλέκτου δίχως τη βοήθεια ενός δασκάλου, με τον ίδιο τρόπο που κανένας φυσικός ομιλητής της Νεοελληνικής δεν θα μπορούσε να κατανοήσει τα αρχαιοελληνικά κείμενα χωρίς τη μεσολάβηση της σχετικής εκπαίδευσης. Οι συλλογισμοί μου για τη δυσκολία του Αθηναίου είναι σε γενικές γραμμές οι εξής:
Τα μυκηναϊκά κείμενα χρονολογούνται από το 1400 ως το 1200 π.Χ. περίπου, συνεπώς είναι 8 έως 10 αιώνες αρχαιότερα από την εποχή του Περικλή, του Θουκυδίδη και του Δημοσθένη. Έχουν δηλαδή την ίδια χρονολογική σχέση που έχει η σημερινή Νεοελληνική με τα δημώδη κείμενα του 10ου-12ου αιώνα μ.Χ. Όποιος ομιλητής της σημερινής Κοινής Νεοελληνικής προσπαθήσει να διαβάσει αυτά τα κείμενα (λ.χ. τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα) δίχως τη βοήθεια λεξιλογίου ή υπομνήματος θα έχει δυσκολίες στην κατανόησή τους. Κι αυτό, ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη το εξής: η ύπαρξη μακραίωνης ταυτόχρονης γραπτής λόγιας παράδοσης έχει επιβραδύνει την εξέλιξη και της ομιλούμενης νεοελληνικής γλώσσας. Με λίγα λόγια η σημερινή Νεοελληνική είναι πολύ πιο κοντά γλωσσικά στα δημώδη κείμενα του 10ου αιώνα μ.Χ. από ό,τι ήταν η κλασική Ελληνική στη μυκηναϊκή διάλεκτο. Για παράδειγμα από φωνητική άποψη κανένας φθόγγος δεν έχει αλλάξει προφορά στην Ελληνική από τον 10ο αιώνα μ.Χ. μέχρι σήμερα. Αντίθετα, σχεδόν όλες οι μεγάλες φωνητικές και μορφολογικές εξελίξεις που αποτελούν σήμα κατατεθέν την κλασικής Ελληνικής συνέβησαν ραγδαία μετά την Εποχή του Χαλκού, πιθανόν λόγω της πολυδιάσπασης του ελληνικού κόσμου μετά την πτώση της ενοποιητικής πολιτιστικής δύναμης του μυκηναϊκού ανακτορικού συστήματος: αναφέρω ενδεικτικά την σταθεροποίηση της χρονικής αύξησης στα ρήματα, την εξαφάνιση ολόκληρων κατηγοριών φθόγγων (π.χ. χειλοϋπερωικοί όπως οι qw, gw), την μείωση του αριθμού των πτώσεων (από 8 έγιναν 5), την εμφάνιση του οριστικού άρθρου, τους παρακειμένους σε -κα (λέλυκα), την ανάπτυξη της παθητικής φωνής, τις αναπληρωματικές εκτάσεις που αλλοίωσαν τη μορφή των λέξεων και πολλά άλλα ακόμη. Ο αρχαίος Αθηναίος θα έπρεπε να τα διδαχτεί όλα αυτά σε κάποιο σχολείο, για να καταλάβει την μυκηναϊκή Ελληνική. Ήδη στην κλασική εποχή είχαν αρχίσει να έχουν δυσκολίες στην κατανόηση της Ομηρικής Ελληνικής που ήταν μόλις 300 χρόνια αρχαιότερη.[i] Γι’ αυτό είχαν την ανάγκη καταλόγων με ερμηνεύματα λέξεων (γλῶσσαι), οι φιλόλογοι διαφωνούσαν μεταξύ τους για τη σημασία πολυάριθμων ομηρικών φράσεων, ενώ σύντομα παρουσιάστηκε η ανάγκη για εξηγητικά υπομνήματα. Πρέπει να τονιστεί ότι η εξοικείωση των μικρών μαθητών με την ομηρική γλώσσα διαπερνούσε τα σχολικά τους χρόνια, όπως η εκμάθηση της Αρχαίας Ελληνικής από τους σημερινούς μαθητές. Σίγουρα ήταν σε θέση να κατανοήσουν την Ομηρική πολύ πιο εύκολα από εμάς, αλλά η τριβή στο σχολείο βοηθούσε σημαντικά.[ii] Επιπλέον δεν πρέπει να μας διαφεύγει το εξής: η μυκηναϊκή ποτέ δεν ήταν τίποτε άλλο από μια διάλεκτος της Ελληνικής (ανήκε στον κλάδο που αργότερα εξελίχθηκε στην Αρκαδοκυπριακή).[iii] Ακόμη και σε συγχρονικό επίπεδο, πόσο μάλλον σε διαχρονικό, οι Έλληνες ενίοτε είχαν δυσκολίες να καταλάβουν μερικές τουλάχιστον διαλέκτους: ο Θουκυδίδης παραδέχεται ότι η διάλεκτος των Αιτωλών ήταν αγνωστότατη (ακατανόητη), ενώ το ίδιο ίσχυε προφανώς για τη μακεδονική διάλεκτο. Οι νόμοι της Γόρτυνας θα δυσκόλευαν πολύ έναν Αθηναίο στην κατανόηση με τα αρχαϊκά τους στοιχεία. Οι ποιητές, όταν έγραφαν διαλεκτικά για ένα πανελλήνιο ακροατήριο, φρόντιζαν να δίνουν μόνο ένα επιφανειακό διαλεκτικό επίχρισμα στα έργα τους, ώστε να μην είναι δυσνόητα στους ομιλητές άλλων διαλέκτων. Για παράδειγμα η δωρική των χορικών της αττικής τραγωδίας πρακτικά περιορίζεται μόνο στη χρήση του δωρικού α αντί του αττικοϊωνικού η, δηλαδή στο σήμα κατατεθέν των δωρικών διαλέκτων. Προφανώς η εξοικείωση έπαιζε ρόλο στην αλληλοκατανόηση και όταν οι Έλληνες ομιλητές διαφορετικών διαλέκτων συναθροίζονταν σε συνέδρια και αγώνες θα κατανοούσαν με μια μικρότερη ή μεγαλύτερη προσπάθεια ο ένας τον άλλο. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ομιλητές περιόριζαν ασυνείδητα τα πολύ ιδιόμορφα διαλεκτικά στοιχεία για να βρουν ένα κοινό έδαφος, με τον ίδιο τρόπο που ενεργεί λ.χ. ένας σύγχρονος Κύπριος, όταν ομιλεί σε ελλαδίτικο ακροατήριο (χωρίς πάντως να χάνει κάποια χαρακτηριστικά της ομιλίας του). Στην περίπτωση της μυκηναϊκής οι δυσκολίες από διαλεκτικής άποψης θα ήταν ακόμη μεγαλύτερες, αφού και χρονικά η διάλεκτος είναι απόμακρη και ανήκει σε μια ομάδα περιθωριακών διαλέκτων με λίγους ομιλητές κατά την κλασική εποχή (Αρκάδες, Κύπριοι), ενώ τα μυκηναϊκά αρχεία περιλαμβάνουν ένα μεγάλο πλήθος λέξεων που αργότερα εξαφανίστηκαν σε όλες τις διαλέκτους (προπάντων ειδικοί τεχνικοί όροι σχετικοί με την ανακτορική γραφειοκρατία, τη διοίκηση ή την οικονομία της γης, την κτηνοτροφία, τα είδη των τεχνιτών κ.τ.λ.). Παρατηρούμε στις πινακίδες πολλές σύνθετες λέξεις, στις οποίες κατανοούμε ίσως το ένα συνθετικό, αλλά το άλλο μας είναι αδύνατο να το αποκαταστήσουμε, όχι μόνο λόγω της ατελούς γραφής, αλλά επειδή η λεξική ρίζα χάθηκε στους επόμενους αιώνες. Τέλος, πολλές λέξεις παρουσιάζουν διαφορετική μορφή και νόημα σε σχέση με τα κλασικά αντίστοιχά τους (π.χ. gwasileus = ο τοπικός διοικητής ή αρχηγός επαγγελματικής συντεχνίας # βασιλεύς = βασιλιάς).





[i] Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού οι μαθητές σήμερα δυσκολεύονται στην κατανόηση της κρητικής διαλέκτου του Ερωτόκριτου (17ος αιώνας) ή να καταλάβουν πλήρως ακόμη και την ρουμελιώτικη Ελληνική του Μακρυγιάννη (19ος αιώνας).
[ii] Όπως και η απομνημόνευση στίχων. Πβ. (σε ένα βαθμό) την εκμάθηση από τους μαθητές του Πάτερ ημών σήμερα.  
[iii] Η ομοιομορφία της μυκηναϊκής σε όλο τον ελληνικό κόσμο της Εποχής του Χαλκού οφείλεται στο ανακτορικό σύστημα. Οι άλλες διάλεκτοι της 2ης χιλιετίας π.Χ. δεν καταγράφηκαν ποτέ. Η μυκηναϊκή παρουσιάζει την πιο χαρακτηριστική ίσως φωνητική εξέλιξη από όλες όσες χρησιμοποιούνται για την διάκριση των ελληνικών διαλέκτων: την τροπή του κληρονομημένου -τι- σε -σι- που χωρίζει τις ελληνικές διαλέκτους σε ανατολικές (Αττικοϊωνική, Αρκαδοκυπριακή, Αιολική) και δυτικές (Δωρική, βορειοδυτικές διάλεκτοι). Βλ. λ.χ. αττικό λέγουσι αντί δωρικού (και κληρονομημένου) λέγοντι.