Η εξέλιξη της ιδέας των δαιμόνων στην αρχαία Ελλάδα



Η έννοια του δαίμονα υπήρχε στην Ελλάδα από την εποχή του Ομήρου, αλλά δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στην επίσημη λατρεία. Δε διέθετε τη δική της μυθολογία, αλλά προσκολλούνταν στην υπάρχουσα πίστη. Στη φιλοσοφία εμφανίζεται για πρώτη φορά με το έργο του Θαλή, ο οποίος υποστήριζε ότι όλο το σύμπαν είναι ζωντανό και γεμάτο δαίμονες, και γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας από τον Ηράκλειτο, τον Ξενοφάνη, τον Πλάτωνα και το μαθητή του Ξενοκράτη. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί τη λέξη ασαφώς τόσο για έναν «θεό» όσο και για έναν «θεϊκό απεσταλμένο». Στον Ησίοδο οι δαίμονες είναι ψυχές των ανθρώπων που ανήκαν σε προηγούμενα από το σημερινό σιδερένιο γένη. Οι ψυχές αυτές δρουν ως φύλακες των ανθρώπων πάνω στη γη. Στον Αισχύλο οι νεκροί γίνονται δαίμονες. Στον Θέογνη και τον Μένανδρο δαίμονας είναι ο φύλακας άγγελος ενός συγκεκριμένου ανθρώπου ή και μιας οικογένειας. Για τον Πλάτωνα, ο οποίος συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη των απόψεων για το δαίμονα, οι δαίμονες είναι ενδιάμεση, μεταξύ των ανθρώπων και των θεών, κατηγορία όντων. Ο ρόλος τους είναι να μεταφέρουν στους ανθρώπους τις οδηγίες, τις συμβουλές, τις προσταγές, τις χάρες των θεών και. αντίστροφα, στους θεούς τις προσευχές και τις προσφορές των ανθρώπων. Αποτελούν σύνδεσμο του ουρανού με τη γη, γιατί οι ίδιοι οι θεοί δεν αναμιγνύονται με τους ανθρώπους. Η μαντική, η μαγεία, τα όνειρα, τα οράματα όλα σχετίζονται με τους δαίμονες. Τις απόψεις του Πλάτωνα επεξεργάστηκε περαιτέρω ο μαθητής του Ξενοκράτης, αρχηγός της Ακαδημίας από το 339 π.Χ. Για τον Ξενοκράτη η ψυχή του κόσμου επιστατεί, τοποθετημένη από το θεϊκό πνεύμα, σε όλα τα πράγματα που υπόκεινται σε κίνηση και αλλαγή. Εμπνέει ψυχή στους πλανήτες, τον ήλιο και τη σελήνη, τα οποία επομένως είναι δαιμονικά ως προς τη φύση τους. Σε ένα χαμηλότερο επίπεδο ζωογονεί τους θεούς του Ολύμπου και τα στοιχεία. Σε ακόμη χαμηλότερη βαθμίδα υπάρχουν δαίμονες που προσκολλώνται σε οτιδήποτε ταιριάζει στη φύση τους, κάνοντάς το ευτυχισμένο ή δυστυχισμένο, ανάλογα με το αν είναι καλοί ή κακοί. Όσο χαμηλότερα στην κλίμακα της ύπαρξης βρίσκεται ένα ον, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να καταληφθεί από έναν κακό δαίμονα.
Με την ιδέα του καλού δαίμονα η θρησκεία βρήκε το απαραίτητο ενδιάμεσο ανθρώπων και θεών, αφού τους τελευταίους η φιλοσοφία τους είχε απομακρύνει έξω από το ανθρώπινο πεδίο δράσης. Στην ιδέα του κακού δαίμονα βρήκε την πηγή του κακού στον κόσμο: σε κάθε τι κακό κρυβόταν ένας κακός δαίμονας. Οι κακοί δαίμονες ήταν υπεύθυνοι για τη διαστροφή μύθων, λατρειών και τελετουργιών, οι οποίες στην πρώτη αρχή τους είχαν προέλθει από έναν θεό. Ο άνθρωπος έπρεπε, συνεπώς, να κάνει διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια (ό,τι προέρχεται από το θεό είναι καλό) και τη διαστροφή της (τα κακά προέρχονται από τους κακούς δαίμονες). Ο Πλούταρχος, ο οποίος δεχόταν αυτές τις απόψεις, πίστευε ότι έτσι μπορούσε να αποκαθάρει και να διαφυλάξει την παραδοσιακή ελληνική θρησκεία και λογοτεχνία.
Στο Περί των ἐκλελοιπότων χρηστηρίων του Πλουτάρχου ο Κλεόμβροτος θεωρεί ότι η ιδέα των δαιμόνων προήλθε είτε από τον Ζωροάστρη και τους Μάγους, είτε από τη Θράκη και τον Ορφέα, είτε από την Αίγυπτο ή τη Φρυγία. Θυμίζει ότι ο Ησίοδος πίστευε πως υπήρχαν τέσσερα είδη όντων: θεοί, δαίμονες, ήρωες και άνθρωποι. Οι βαθμίδες αυτές της ύπαρξης δεν είναι κλειστές: ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει ήρωας, δαίμονας, θεός. Ένας δαίμονας μπορεί να εκπέσει σε άνθρωπο. Οι δαίμονες ζουν πολύ, αλλά δεν είναι αθάνατοι. Οι διάφορες τελετουργίες που αφορούν το θρήνο και τις θυσίες σχετίζονται με δαίμονες και όχι με θεούς. Το ίδιο και οι ιστορίες για περιπλανήσεις, τιμωρίες, εγκλήματα, θανάτους και αναστάσεις θεϊκών υπάρξεων. Ακόμη και στην περίπτωση των Δελφών η ιστορία της μάχης του Απόλλωνα με το φίδι Πύθωνα είναι ανάξια για έναν θεό. Οι προφητείες και οι χρησμοί προέρχονται από τους δαίμονες. Όταν ένα μαντείο παρακμάζει, αυτό σημαίνει ότι το εγκατέλειψε ο δαίμονάς του. Οι δαίμονες πρέπει να είναι θνητοί, γιατί αλλιώς δεν υπάρχει λόγος διάκρισής τους από τους θεούς.
Ο Πλούταρχος φαίνεται ότι ένιωσε την ανάγκη να ασχοληθεί εκτεταμένα και σε πολλά έργα (π.χ. Περί του Σωκράτους δαιμόνιου, Περί ’Ίσιδος και Όσίριδος κ.ά.) με το θέμα των δαιμόνων, επειδή η φιλοσοφία είχε απομακρύνει το Θεό από τους ανθρώπους και τον είχε μετατρέψει σε έ-να απαθές, αφηρημένο Ον που δεν ασχολείται με τις ανθρώπινες υποθέσεις. Έτσι οι δαίμονες παρουσιάζονται στο προσκήνιο από την ανάγκη να καλυφθεί το ενδιάμεσο κενό. Αυτοί οι μεσάζοντες πρέπει να γίνουν αντικείμενο κολακείας και να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τους, αν ο άνθρωπος επιθυμεί να επιτύχει το σκοπό του. Από την άλλη, κάποιοι εξαιρετικοί άνθρωποι μπορούν ακόμη και να χειριστούν τους δαίμονες προς όφελος τους.  

Στην πραγματικότητα η ιδέα των δαιμόνων ήταν κυρίαρχη στη λαϊκή πίστη της εποχής εκείνης, αν και μερικές φορές οι μελετητές την παραβλέπουν, επειδή δεν άφησε μεγαλειώδη ίχνη στη λογοτεχνία και τις τέχνες. Οι δαίμονες ήταν πανταχού παρόντες στη σκέψη των ανθρώπου στην Ελλάδα ήδη από την εποχή του Ομήρου και οι διάφορες λατρείες τους συνυπήρχαν και πολλές φορές ήταν πιο σημαντικές για τον απλό άνθρωπο από τις επίσημες λατρείες της πόλης. Αλλά και σε άλλους λαούς και θρησκείες η μνήμη τους παρέμεινε ζωντανή: στην εβραϊκή Βίβλο υπάρχουν πλήθος ίχνη τους, παρά τη μονοθεϊστική αναθεώρηση των Γραφών. Η χριστιανική Βίβλος είναι επίσης γεμάτη από αναφορές σ’ αυτούς, ενώ στους χριστιανούς πατέρες αποκτούν μια άλλη διάσταση: είναι οι κακοί πειρασμοί με τους οποίους μάχονται οι πιστοί και ιδιαίτερα οι μοναχοί, ενώ οι αρχαίοι ελληνικοί θεοί μπορούν να ταυτιστούν μ’ αυτούς.

Σχόλια