Ο ουράνιος Δίδυμος οδηγός στον Μανδαϊσμό, τον Μανιχαϊσμό και τον Σουφισμό



Στο Γνωστικό σύστημα των Μανδαίων κάθε πλάσμα στο φυσικό σύμπαν έχει το αντίστοιχό του στην ουράνια γη, η οποία κατοικείται από τους απογόνους ενός μυστικού Αδάμ και μιας μυστικής Εύας. Κάθε γήινο ον έχει εκεί την αρχετυπική του μορφή και η τελευταία ενίοτε επικοινωνεί με το γήινο αντίστοιχό της. Μετά την έξοδο του θανάτου, το γήινο πλάσμα εγκαταλείπει το σώμα και φοράει το αιθέριο σώμα του ουράνιου alter ego του,  ενώ το τελευταίο ανεβαίνει σε ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο και αποκτά ένα σώμα από καθαρό φως. Όταν η ανθρώπινη ψυχή έχει συμπληρώσει τον κύκλο των καθαρμών της και όταν η ζυγαριά του Abathur [1]  μαρτυρά την τέλεια καθαρότητά της, εισέρχεται στον κόσμο του φωτός και ενώνεται ξανά με τον αιώνιο σύντροφό της: «πηγαίνω προς τον όμοιό μου /  και ο  όμοιός μου έρχεται προς εμένα. /  Με  αγκαλιάζει και με κρατά σφιχτά / σαν να έχω  βγει από τη φυλακή».
Ομοίως ο ουράνιος σύντροφος ή δίδυμος είναι η κυρίαρχη φιγούρα στην προφητολογία  και την σωτηριολογία του Μανιχαϊσμού. Είναι ο άγγελος, ο οποίος εμφανίζεται στον Μάνη, όταν είναι 24 χρονών, και του ανακοινώνει ότι είναι η ώρα να αποκαλύψει τον εαυτό του και να μεταδώσει το δόγμα του: «χαιρετίσματα σ’ εσένα, Μάνη, από τον εαυτό μου και από τον κύριο ο οποίος με έστειλε σ’ εσένα».  Οι τελευταίες λέξεις του Μάνη, όταν πεθαίνει, υπαινίσσονται αυτό το γεγονός: «είδα τον  Δίδυμο με τα μάτια μου του φωτός». Αργότερα στους ψαλμούς της η κοινότητα του Μάνη ψάλλει: «ευλογία στον σύντροφο σου από φως, τον Χριστό, που είναι η πηγή του καλού μας».  Ο Μάνης, όπως και ο Θωμάς -το όνομά του σημαίνει "δίδυμος" στα αραμαϊκά- στις απόκρυφες Πράξεις του Θωμά, έχει ως θεϊκό του δίδυμο τον Χριστό-άγγελο, ο οποίος τον ενημερώνει για την αποστολική του κλήση. Ο Χριστός-άγγελος [2] έχει την ίδια σχέση με τον Μάνη που έχει και ο κάθε ουράνιος Δίδυμος σε σχέση με τον κάθε Εκλεκτό ατομικά. Είναι η Μορφή του φωτός που λαμβάνει ο Εκλεκτός, όταν εισέρχεται στην κοινότητα των Μανιχαίων μέσα από την πράξη της επίσημης απόρριψης των δυνάμεων αυτού του κόσμου.  Όταν πεθαίνει κάποιος από τους Εκλεκτούς, ψάλλεται ένας ψαλμός προς τιμήν «του ουράνιου συντρόφου, ο οποίος δεν  σφάλλει». Στην μεσαιωνική αίρεση των Καθαρών είναι αυτός ο ουράνιος σύντροφος, ο οποίος αποκαλείται spiritus sanctus ή angelicus της συγκεκριμένης ψυχής,  και διακρίνεται σαφώς από  τον spiritus principalis, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα της Αγίας Τριάδας.
Καθώς ο Manvahmed (ο αρχάγγελος Vohu Manah  του Ζωροαστρισμού, ο Νους) αποτελεί το στοιχείο του φωτός  και επομένως βρίσκεται ταυτόχρονα και εντός και εκτός μας,  η όλη κατάσταση μπορεί να προσδιοριστεί σωστά μόνο εάν διατηρήσουμε τους τέσσερις όρους που απαιτούνται από την αναλογία που υποδείχθηκε παραπάνω.  Ο μέγας Manvahmed  είναι για το σύνολο των ψυχών του φωτός ό,τι ο κάθε χωριστός Manvahmed είναι για το αντίστοιχο γήινο Εγώ. Καθένας από τους εκλεκτούς καθοδηγείται από το ουράνιο πνεύμα του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και πέρα από αυτήν.  Αποτελεί την υπέρτατη θεοφάνεια, είναι «ο οδηγός που τον μυεί προκαλώντας τη μετάνοια για να διεισδύσει στην καρδιά του.  Είναι ο νους-φως που έρχεται από ψηλά, Η ακτίνα του ιερού φωστήρος  που έρχεται για να διαφωτίσει, να καθαρίσει και να καθοδηγήσει την ψυχή προς την γη του φωτός από την οποία προήλθε στην αρχή του χρόνου και στην οποία θα επιστρέψει, αναλαμβάνοντας την πρωταρχική της μορφή».  Αυτός ο σοφός οδηγός είναι η φιγούρα του φωτός που εμφανίζεται στην υπέρτατη μορφή της στον Εκλεκτό, «η εικόνα του φωτός που έχει τη μορφή της ψυχής»,  ο άγγελος που φορά «το διάδημα και τον στέφανο».  Είναι, για κάθε Εκλεκτό,  η Ουράνια Σοφία, η Παρθένος του Φωτός, που αποτελεί και την κυρίαρχη φιγούρα στο απόκρυφο γνωστικό βιβλίο Πίστις Σοφία.  Ο Μανιχαϊσμός δίνει στην φιγούρα αυτή το ζωροαστρικό της όνομα, επιβεβαιώνοντας έτσι το  ζωροαστρική όραμα, σύμφωνα με το οποίο η Daēnā  ενός όντος του φωτός έρχεται να το συναντήσει μετά το θάνατο με τη μορφή μιας κοπέλας που τον καθοδηγεί.
Παρόμοιες ιδέες συναντάμε στο τέταρτο κεφάλαιο της τρίτης Εννεάδος του Πλωτίνου, όπου ο φιλόσοφος κάνει λόγο για τον δαίμονα-πάρεδρο, στην φροντίδα του οποίου είμαστε δοσμένοι και ο όποιος αποτελεί τον οδηγό της ψυχής στη διάρκεια της ζωής και πέρα από το θάνατο.  Το ίδιο θέμα αναπτύσσεται  και στο Περί του Σωκράτους δαιμονίου του Πλουτάρχου, όπου γίνεται αναφορά στην ανώτερη ομάδα δαιμόνων,  καθένας από τους οποίους αναλαμβάνει την φροντίδα και ενός ανθρώπου και χρησιμεύει ως μάρτυρας και οδηγός.  Εξίσου σημαντικά είναι χωρία του Φίλωνος από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος αποκαλεί τον νου ως τον αληθινό άνθρωπο, τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο.  Αντιλαμβανόμαστε αυτόν τον αληθινό άνθρωπο, ο οποίος κατοικεί μέσα μας, στην ψυχή μας, ποτέ ως άρχοντα και βασιλιά και πότε ως δικαστή, ο οποίος απονέμει τον στέφανο της νίκης μετά τις μάχες της ζωής. Ενίοτε παίζει το ρόλο του μάρτυρα και μερικές φορές ακόμη και του κατηγόρου.  Τέλος πρέπει να  αναφερθεί  η έννοια του «μάρτυρα»  σε δύο Ουπανισάδες. Ο άνθρωπος μέσα στον άνθρωπο είναι ο μάρτυρας ο οποίος κοιτά, χωρίς όμως να επεμβαίνει, ούτε να επηρεάζεται από τις ενέργειες και τα συναισθήματα του ανθρώπου, είτε ο τελευταίος είναι ξύπνιος, είτε ονειρεύεται, είτε βρίσκεται σε έκσταση. «Δύο φίλοι με όμορφα φτερά,  στενά δεμένοι,  οι οποίοι αγκαλιάζουν το ίδιο δέντρο.  Ο ένας τρώει τους γλυκούς καρπούς,  ο άλλος δεν τρώει,  αλλά  κοιτά». Ο «μάρτυρας»  είναι ο οδηγός. Το ανθρώπινο πλάσμα  τον θεάται και ενώνεται μαζί του.  Αποτελεί το αντίστοιχο της Τέλειας Φύσεως ως μορφή του φωτός.
Η λέξη μάρτυρας αναφέρθηκε παραπάνω πολλές φορές, γεγονός που σημαίνει ότι πρόκειται πρακτικά για την ίδια έννοια σε διαφορετικές πνευματικές παραδόσεις,  από τον Ζωροαστρισμό μέχρι και τον Σουφισμό. Όταν αυτός ο μάρτυρας γίνεται αντικείμενο νοητής θέασης, τότε ο ρόλος του ονόματός του γίνεται ακόμη σαφέστερος.  Ανάλογα με το αν η ψυχή που βλέπει το όραμα αντικρίζει φως ή αντίθετα βλέπει μόνο σκοτάδι,  μαρτυρεί η ίδια για τον εαυτό της μέσω του οράματος υπέρ ή κατά της πνευματικής της υλοποίησης.  Γι’ αυτό το λόγο ο ουράνιος μάρτυρας καλείται επίσης και ζυγαριά του  υπεραισθητού. Η ομορφιά του πλάσματος που αποτελεί τον μάρτυρα του οράματος αποτελεί ταυτόχρονα και ένα μέσο υπολογισμού, μεταφορικού ζυγίσματος, καθώς μαρτυρεί την ικανότητα ή την ανικανότητα της ψυχής να συλλάβει την ομορφιά ως κατεξοχήν θεοφάνεια. Όλα αυτά τα κείμενα συγκλίνουν προς την επιφάνεια της ίδιας φιγούρας, της οποίας τα διάφορα ονόματα αποκαλύπτουν, παρά αποκρύπτουν την ταυτότητά της:  ο άγγελος του φιλοσόφου,  η τέλεια  φύση,  ο προσωπικός δαίμονας,  ο υπεραισθητός οδηγός,  ο ήλιος της καρδιάς  και ούτω καθεξής.  Στον ιρανικό Σουφισμό  η θέαση  πολύχρωμων φώτων αποτελεί  την εμφάνιση του προσωπικού πνευματικού οδηγού.  Επιπλέον ως  επανένωση του ανθρώπου του φωτός και του οδηγού του,  του ουράνιου αντίστοιχού του,  του υπερβατικού εαυτού του,  αυτή η εμπειρία  είναι ταυτόχρονα προσανατολισμένη, αλλά και μας προσανατολίζει προς μία ορισμένη κατεύθυνση,  προς εκείνη την κατεύθυνση που μπορεί να προσδιοριστεί υπαινικτικά μόνο μέσω συμβόλων, των συμβόλων του Βορρά. Η απελευθέρωση του ανθρώπου του φωτός (προμηθέας-φως)  στον Σουφισμό γίνεται σαφέστερη μέσω του προσανατολισμού από τον οποίον εξαρτάται.  Πρέπει να κατανοήσουμε  σε ποια περιοχή  ανήκει ο υπερβατικός οδηγός, που αποτελεί ζεύγος με το αντίστοιχο γήινο δίδυμο του,  και σε ποια κατεύθυνση αποκαλύπτεται,  τουτέστιν την περιοχή και την κατεύθυνση από την οποία προέρχεται  ο φωτεινός άνθρωπος και προς την οποία ο οδηγός του τον καθοδηγεί πίσω.  Έχουμε την εικόνα του πηγαδιού και της αποτελεσματικής ανάδυσης μέσα από αυτό,  η οποία ξεκινά όταν ένα υπερφυσικό πράσινο φως λάμπει στο στόμιο του. Αυτή η εμπειρία της ριζικής εξατομίκευσης λαμβάνει χώρα προς μία ορισμένη κατεύθυνση και γίνεται αντιληπτή ως μία επανένωση με την προσωπική μορφή του φωτός.  Ο Μεσονύκτιος Ήλιος και ο Ουράνιος Πόλος:  τα σύμβολα του Βορρά, αν τα πάρουμε μαζί,  θα μας δείξουν την κατεύθυνση της μυστικής Ανατολής, δηλαδή της ανατολής-προέλευσης, η οποία πρέπει  να αναζητηθεί στην κορυφή του κοσμικού βουνού.


[Πηγή: HENRY CORBIN, The Man of Light in Iranian Sufism, 1971] 


[1] Ένα είδος θεϊκού όντος στην μανδαϊκή μυθολογία, το οποίο προκαλεί την έναρξη της δημιουργίας του κόσμου, παραβιάζοντας την ενότητα του Πληρώματος και τη δική του. Από την άλλη κρατά μια ζυγαριά που κρίνει αν η ψυχή έχει καθαρθεί επαρκώς, ώστε να επιστρέψει στο Πλήρωμα. Κατοικεί σε μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στο Πλήρωμα και τον φυσικό κόσμο, δηλαδή στα όρια των δύο περιοχών.
[2] Στον ανατολικό κλάδο του Μανιχαϊσμού ο Χριστός-άγγελος αντικαθίσταται από την Παρθένο του Φωτός.

Σχόλια