Πώς ο Κρόνος πούλησε τα παιδιά του στο παζάρι


Σε πάπυρο του 1ου αιώνα μ.Χ. σώθηκε απόσπασμα κωμικού έργου από την περίοδο της λεγόμενης Μέσης Κωμωδίας. Η Μέση Κωμωδία θεωρείται ως μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην Παλαιά Αττική Κωμωδία  του Αριστοφάνη και την Νέα Κωμωδία του Μενάνδρου. Τα θέματά της είναι κυρίως δύο τύπων: είτε παρωδίες μυθολογικών θεμάτων και προσώπων, είτε παρωδίες τραγωδιών, προπάντων του Ευριπίδη. Το απόσπασμά μας ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Πολλοί ερευνητές το αποδίδουν στον κωμωδιογράφο Φιλίσκο και στο έργο του Διός Γοναί, δηλαδή η γέννηση του Δία. Το χωριό πρέπει να προέρχεται από τον πρόλογο του έργου, στον οποίο  η  Ρέα  απευθύνεται στους θεατές και παραπονιέται ότι ο Κρόνος, φοβούμενος χρησμό του Απόλλωνα ότι θα χάσει την βασιλεία των  θεών από κάποιο από τα παιδιά του, τα πουλά στα Μέγαρα μόλις γεννιούνται και στη συνέχεια τρώει τα κέρδη μόνος του, χωρίς η Ρέα να αποκομίζει απολύτως τίποτα. Έχουμε εδώ την κωμική μεταφορά ενός θεογονικού θέματος σε καθημερινό, σχεδόν ταπεινό επίπεδο. Εξίσου κωμικό είναι το γεγονός της αντιστροφής της θεογονικής σειράς: ο Δίας παρουσιάζεται ακόμη ως αγέννητος τη στιγμή που ο γιος του, ο Απόλλων, δίνει χρησμό στον Κρόνο! Κωμικό είναι και το παιχνίδι με τον τύπο ἔχρησα, ο οποίος σημαίνει στα αρχαία ελληνικά «έδωσα χρησμό», αλλά και «δάνεισα»: ο Απόλλων δάνεισε (ἔχρησε) στον Κρόνο μια δραχμή και, επειδή δεν την πήρε πίσω, θύμωσε και στη συνέχεια του έδωσε τον χρησμό (ἔχρησε) για την απώλεια της βασιλείας των  θεών. Υπάρχει παιχνίδι και με τα ρήματα που σημαίνουν «τρώω» και «καταπίνω», τα οποία εδώ σημαίνουν μεταφορικά ότι ο Κρόνος καταναλώνει τα χρήματα από την πώληση των παιδιών του  και όχι τα ίδια τα παιδιά του.

[ΡΕΑ:]  «Και τι με νοιάζουν οι υποθέσεις σου;», θα ’λεγε κάποιος από σας.
Όμως εγώ θα πω του Σοφοκλή τον λόγο:
«έπαθα συμφορές».  Ο γερο-Κρόνος όλα
τα καταπίνει τα παιδιά,  τα κατατρώει,
κι εμένα δεν μου δίνει απολύτως τίποτα.
Τα παίρνει με το ίδιο του το χέρι και τα πάει ως τα Μέγαρα
κι ό,τι γεννήσω το πουλά και τρώει τα κέρδη.
Γιατί φοβάται τον χρησμό, όπως λαγός τον σκύλο.
Κάποτε δάνεισε ο Απόλλωνας δραχμή στον Κρόνο
κι ύστερα πίσω δεν την έλαβε. Κι απ’ τον θυμό του ξεφυσώντας
άλλον του έδωσε χρησμό, δραχμή που δεν κοστίζει,
ούτε και σκεύη, μα τον Δία, ούτε χρήματα.
Από τη βασιλεία του, είπε, θα τον ρίξει κάποιο από τα παιδιά του.
Αυτό λοιπόν φοβούμενος όλα τα καταπίνει.

[ΡΕΑ:] «τί οὖν ἐμοὶ τῶν σ[ῶν μέ]λει;» φαίη τις ἂν
ὑμῶν. ἐγὼ δ΄ ἐρῶ [τ]ὸ Σοφοκλέους ἔπος·
«πέπονθα δεινά». πάντα μοι γέρων Κρ[όνος
τὰ παιδί΄ ἐκπίνει τε καὶ κατεσθίει͵
ἐμοὶ δὲ τούτων προσδίδωσιν οὐδὲ ἕν͵
ἀλλ΄ αὐτὸς ἔρδει χειρὶ καὶ Μεγαράδ΄ ἄγων
ὅ τι ἂν τέκω ΄γὼ τοῦτο πωλῶν ἐσθίει.
δέδοικε γὰρ τὸν χρησμὸν ὥσπερ κύν[α λαγώς
ἔχρησε γὰρ Κρόνωι ποθ΄ Ἁπόλλων δραχ[μήν͵
κἆιτ΄ οὐκ ἀπέλαβε. ταῦτα δὴ θυμὸν πνέ[ων
ἑτέραν ἔχρησε[ν οὐκέτι] δρα[χ]μῶ[ν ἀ]ξ[ίαν͵
οὐ σκευάρια͵ μὰ τὸν Δί΄͵ οὐδὲ χρήματα͵
ἐκ τῆς βασιλείας δ΄ ἐκπεσεῖν ὑπὸ π[αιδίου.
τοῦ]τ΄ οὖν δεδοικὼς πάντα καταπί[νει τέκνα.

Σχόλια