Ένα αποτυχημένο προξενιό


Η υπόθεση της ανώνυμης χαμένης κωμωδίας στην οποία ανήκε το παρακάτω απόσπασμα φαίνεται να ήταν η εξής, όσο μπορούμε να υποθέσουμε: ο Λάχης  είχε έναν γιο, τον Μοσχίωνα, τον όποιον ήθελε να παντρέψει με τη  θυγατέρα ενός φίλου του. Για κάποιο λόγο έφυγε στο εξωτερικό και εκεί μαθαίνει ότι ο Μοσχίων αρνείται το προξενιό, επειδή αγαπά κάποια άλλη. Ο Λάχης  βάζει τον πατέρα της νύφης, που προφανώς ήταν κάποιος φίλος του, να διευθετήσει τα πράγματα, χωρίς όμως επιτυχία. Τελικά μπροστά στο αδιέξοδο αναγκάζεται να επιστρέψει πίσω. Ο Μοσχίων  δεν είναι μόνος του, αλλά έχει τη συμπαράσταση δύο φίλων του,  ο ένας από τους οποίους είναι θαρραλέος (Α).  Ο άλλος φίλος (Β) μοιάζει να είναι δειλός και μόλις ο Λάχης με τον υποψήφιο πεθερό (Γ)  εμφανίζονται, σπεύδει να εξαφανιστεί.  Στη συνέχεια εμφανίζονται ο Λάχης με τον πεθερό και συνομιλούν:


(Α) ...Βάδιζε και μη φοβάσαι τίποτα.
Ο Μοσχίων είναι μες στο σπίτι. Γι’ αυτό ξύπνα, ξυπνά λοιπόν.
Μην αδιαφορείς. Γίνε τώρα άνδρας σπουδαίος.
Μην εγκαταλείπεις τον Μοσχίωνα.
(Β)  Κι εγώ το θέλω, μα τους θεούς,
μα πέφτοντας απροσδόκητα στην καταιγίδα των γεγονότων
έχω αγωνία κι από καιρό είμαι ταραγμένος,
μην λάχει και η τύχη μου ανάποδα γυρίσει.
(Α) Είσαι δειλός, μα την Αθηνά, είσαι δειλός, το βλέπω.
Προσπαθώντας να αποφύγεις τον κίνδυνο, προσάπτεις στην τύχη την αιτία.
Δεν βλέπεις ότι σε όσους πλέουν στη θάλασσα πολλές φορές οι δυσκολίες
στρέφονται όλες μαζί εναντίον τους: κακοκαιρία, άνεμος, νερό, τρικυμία,
αστραπές, χαλάζι, βροντές, ναυτίες … η νύχτα.
Καθένας απ’ αυτούς προσμένει όμως την ελπίδα
και για το μέλλον του δεν απελπίζεται. Άλλος με τα σχοινιά ασχολείται
και προσέχει το ιστίο, άλλος προσεύχεται στους θεούς της Σαμοθράκης
να βοηθήσουνε τον κυβερνήτη, άλλος δένει το κάτω μέρος των πανιών…
(δυο σειρές λείπουν)
... (όταν υποφέραμε) εμείς από όλες τις συμφορές, μ’ ευγένεια και προθυμία
ο Μοσχίων μάς βοήθησε.
(Β) Σταμάτα, γιατί βλέπω το αφεντικό.
Μείνε λοιπόν, μείνε μαζί του. Στα γρήγορα θα φύγω από εδώ
και θα εμφανιστώ ξανά ανάμεσά τους αξιοποιώντας την κατάλληλη ευκαιρία.
(Γ) Έχω υποστεί κακομεταχείριση, Λάχη, σαν και αυτή που άλλος άνθρωπος
δεν γνώρισε ποτέ ως τώρα. Γιατί  εσύ με πρόσβαλες
που μ’ έστειλες εδώ.
(Λάχης) Μη μιλάς έτσι.
(Γ) Μα τον Ηρακλή, πώς να το πάρω αλλιώς;  Πολλές φορές
σου έλεγα εκεί: «πού με στέλνεις;»
(Λάχης) Ακριβώς έτσι είναι.
(Γ) Να πω στο γιο σου για τον γάμο και την θυγατέρα μου
να δώσω; Εφόσον δεν μου δίνει σημασία,
πώς θα τον αναγκάσω εγώ να την πάρει, χωρίς να είσαι εσύ παρών;

βάδιζε μὴ δεδοικὼς μηδὲ ἕν.
οὑτοσ]ὶ μὲν ἔνδον ἐστίν· ὥστ΄ ἔγειρ΄͵ ἔγειρε δὴ
…σε]αυτὸν μὴ παρέργως. νῦν ἀνὴρ γενοῦ μέγας.
μὴ ἐγκ]αταλίπηις Μοσχίωνα. -βούλομαι͵ νὴ τοὺς θεούς͵
καὐτός͵] ἀλλ΄ ἀπροδοκήτως εἰς κλύδωνα πραγμάτων
ἐμπεσ]ὼν ἠγωνίακα καὶ πάλαι ταράττομαι
μή πο]θ΄ ἡ τύχη λάβηι μου τὴν ἐναντίαν κρίσιν.
-δειλὸ]ς εἶ͵ νὴ τὴν Ἀθηνᾶν͵ δειλὸς εἶ· βλέπω· σύ γε
τὸν π]όνον φεύγων προσάπτεις τῆι τύχηι τὴν αἰτίαν.
τοῖς π]λέουσιν, οὐ θεωρεῖς, πολλάκις τὰ δυσχερῆ
ἀντίκει]ται πάντα· χειμών͵ πνεῦμ΄͵ ὕδωρ͵ τρικυμία͵
ἀστραπ]αί͵ χάλαζα͵ βρονταί͵ ναυτίαι͵ σύνα[…͵] νύξ.
ἀλλ΄ ὅμως] ἕκαστος αὐτῶν προσμένει τὴν ἐλπίδα
καὶ τὸ μέ]λλον οὐκ ἀπέγνω· τῶν κάλων τις ἥψατο
θοἰστίον] τἐσκέψαθ΄· ἕτερος τοῖς Σαμόθραιξιν εὔχετα[ι
τῶι κυβερνή]τηι βοη[θεῖν]͵ τοὺς πόδας προσέλκεται
…………………………………..
ἐν κακοῖς ἡμ]εῖς ἅπασιν, εὐγενῶς προθυμ[ία]ν
αὐτὸς ἡμῖν -ἀλλ’] ὁρῶ γὰρ τουτονὶ τὸν δεσπότη[ν.
μεῖνο]ν [οὖν, μεῖ]νον μετ΄ αὐτοῦ. θᾶττον εἴσειμ΄ ἐνθάδε,
κατα]φ[ανήσο]μαί τε τούτοις καιρὸν εὐφυῆ λαβών.
-ἐγὼ μὲν ὕβρισμαι͵ Λάχης͵ ὡς οὐδὲ εἷς
ἄνθρωπος ἕτερος πώποθ΄͵ ὕβρικας δέ με
σὺ δεῦρο πέμψας. -μὴ λέγ΄ οὕτως. -Ἡρά[κ]λεις,
ἐγὼ δὲ πῶς σχοίην ἂν ἑτέρως; πολλάκις
ἔλεγον ἐκεῖ σοι· ποῖ με πέμπεις;  -καὶ μάλα.
-υἱῶι φράσοντα περὶ γάμου καὶ θυγατέρα
δώσοντ΄; ἐὰν δὲ μὴ προσέχηι μοι͵ πῶς ἐγὼ
ἀναγκάσω σου μὴ παρόντος λαμβάνειν;


Σχόλια