Κράτης ο Κυνικός: η Μεγαρική Σχολή στον Κάτω Κόσμο


Ο Κράτης από τη Θήβα (περίπου 360-280 π.Χ.) υπήρξε ο πιο σημαντικός κληρονόμος του παραδείγματος του Κυνικού τρόπου ζωής και της φιλοσοφίας του Διογένη από τη Σινώπη. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια των Θηβών, αλλά εγκατέλειψε τα πάντα, προκειμένου να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία. Σύμφωνα με μια παράδοση στράφηκε προς τη φιλοσοφία, όταν είδε παράσταση τραγωδίας για τον ήρωα Τήλεφο (Διογένης Λαέρτιος 6.87). Ο Τήλεφος κάποια στιγμή στη ζωή του αναγκάστηκε να ντυθεί ζητιάνος, ένα γεγονός με το οποίο ο Κράτης ταυτίστηκε τόσο έντονα, ώστε πούλησε όλη την περιουσία που κατείχε και τη μοίρασε στους Θηβαίους, μια χαρακτηριστικά Κυνική κίνηση αποποίησης του πλούτου.[i] Λεγόταν ότι ο Κράτης ήταν άσχημος και ότι είχε διάφορα σωματικά ελαττώματα. Ο Μένανδρος και ο Φιλήμων τον αναφέρουν συχνά στις κωμωδίες τους ως αφορμή για αστεία. Ωστόσο τον αγάπησε παράφορα η Ιππαρχία, μια όμορφη κοπέλα από καλή οικογένεια, η οποία απαρνήθηκε τον πλούτο της, μοιράστηκε μαζί του τον Κυνικό τρόπο ζωής, παρά το σκάνδαλο που προκλήθηκε, και απέκτησε μαζί του έναν γιο, τον Πασικλή, και μια θυγατέρα. Τον αποκάλεσαν θυρεπανοίκτη (= αυτός που ανοίγει τις θύρες), επειδή συνήθιζε να επισκέπτεται τους ανθρώπους στα σπίτια τους και να μιλάει μαζί τους για φιλοσοφία (ό.π. 6.86). Το επίθετο είναι αμφίσημο, αλλά φαίνεται ότι πρέπει να το εννοήσουμε με θετικό τρόπο, δηλαδή ότι ο κόσμος τού άνοιγε τις πόρτες από μόνος του, αφού αλλού αποκαλείται αγαθός δαίμων (Ιουλιανός, Λόγοι  6.20 b-c), ωσάν οι άνθρωποι να τον θεωρούσαν ένα είδος θεότητας που φέρνει πλούτο και καλή τύχη. Ο Πλούταρχος έγραψε μια βιογραφία για τον Κράτη, η οποία όμως δεν σώζεται. Πρόκειται για κάτι ασυνήθιστο, αφού ο Πλούταρχος συνήθιζε να γράφει για σπουδαίους Έλληνες και Ρωμαίους στρατηγούς και πολιτικούς, όπως ο Περικλής, ο Αλέξανδρος και ο Καίσαρας. Ωστόσο μπορεί κανείς να υποθέσει τους λόγους για τους οποίους ο Πλούταρχος έκανε εδώ μια εξαίρεση: ο Κράτης ήταν Βοιωτός και ο Πλούταρχος ιδιαίτερα πατριώτης. Ο Κράτης, όπως ο Φωκίων ή ο Κάτων, αποτελούσε το παράδειγμα της ηρωικής ανωτερότητας απέναντι στον πλούτο και τις μεταβολές της τύχης. Ο Κράτης ήταν καλός συγγραφέας και ο Διογένης ο Λαέρτιος (6.98) τολμά να τον συγκρίνει στο ύφος ακόμα και με τον Πλάτωνα, μια αναμφισβήτητα υπερβολική σύγκριση.

Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι ο Κράτης υπήρξε επινοητικός και ικανός συγγραφέας που συνέθεσε κυρίως παρωδίες. Υπήρξε επίσης αυστηρός κριτής των ηθών, καθώς και ένα ελεύθερο πνεύμα, αν κρίνουμε από τους τίτλους των έργων του και τα αποσπάσματα που έχουν σωθεί, ιδιαίτερα από τα παίγνιά του, όπως ένας χαμένος έπαινος για τη σούπα από φακές ή το ημερολόγιο ενός σπάταλου. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από το σύνολο των πληροφοριών που έχουμε για τον Κράτη είναι ότι υπήρξε μια γοητευτική προσωπικότητα, η οποία έγινε ένα είδος δεύτερου ηγέτη μεταξύ των πρώιμων Κυνικών. Ανάμεσα στους μαθητές του αναφέρονται ο Μητροκλής, ο Μόνιμος, ο Μένιππος, ο Κλεομένης και ο Ζήνων από το Κίτιο, ο οποίος αργότερα ίδρυσε την σχολή των Στωικών.[ii]

Ας δούμε τώρα τρία σωζόμενα αποσπάσματα από το έργο του που ασκούν κριτική στη Μεγαρική Σχολή της φιλοσοφίας:
α.
(SH 347:) [iii]
Και είδα τον Στίλπωνα οδύνες σκληρές να υποφέρει
στα Μέγαρα, όπου λένε πως είναι του Τυφωέα το σπίτι.
Εκεί φιλονικούσε και γύρω του σύντροφοι πολλοί
περνούσαν την ώρα τους την αρετή επιδιώκοντας κατά γράμμα.
β.
(SH 348:)
Τον Ασκληπιάδη από τον Φλειούντα και τον ερετριακό ταύρο.[iv]
γ.
(SH 349:)
Είδα και τον Μίκυλο <σκληρές οδύνες να ’χει>,
να ξαίνει το μαλλί μαζί με μια γυναίκα,
προσπαθώντας την πείνα ν’ αποφύγουν μ’ οδυνηρή τιμιότητα.[v]




[i] Μια παράδοση αναφέρει ότι ο Κράτης έδωσε τα χρήματά του σε κάποιον τραπεζίτη και του ζήτησε να τα δώσει στους γιους του, αν γίνουν απλοί άνθρωποι. Αν όμως γίνουν φιλόσοφοι, να δώσει τα λεφτά στους πολίτες, μιας και όντως φιλόσοφοι δεν θα χρειάζονταν τίποτα (Διογένης Λαέρτιος 6.87-88).
[ii] Ο Ζήνων θυμόταν πάντοτε με ιδιαίτερο σεβασμό τον δάσκαλό του, ενώ έγραψε γι’ αυτόν και απομνημονεύματα (Διογένης Λαέρτιος 7.4), όπως ο Ξενοφών για τον Σωκράτη. Επίσης πολλές πρώιμες διδασκαλίες των Στωικών, καθώς και τίτλοι Στωικών έργων φέρουν την επίδραση του Κράτη και του Κυνισμού γενικότερα.
[iii] Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο (2.118), ο οποίος παραδίδει το απόσπασμα, γραμμένο σε εξάμετρους στίχους, ο Κράτης το συνέθεσε, επειδή θύμωσε με ένα αστείο που του έκανε ο Στίλπων, ο οποίος αναφέρεται άλλοτε ως δάσκαλος και άλλοτε ως μαθητής του Κράτη. Ο Στίλπων, βλέποντας τον Κράτη να υποφέρει από το κρύο, έκανε την παρατήρηση ότι ο Κράτης είχε ανάγκη ιματίου καινού (= από καινούργιο ρούχο), μια έκφραση που μπορούσε να ακουστεί περιπαικτικά ως ιματίου και νου. Ολόκληρο το χωρίο είναι γεμάτο με ομηρικές απηχήσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται εδώ για κωμικούς λόγους. Η φράση «είδα τον Στίλπωνα οδύνες σκληρές να υποφέρει» αντιστοιχεί σε μια ανάλογη έκφραση που αφορά τον Τάνταλο στην Οδύσσεια λ 593, όπου ο Οδυσσέας είναι στον Κάτω Κόσμο και βλέπει τον μεγάλο αμαρτωλό να υποφέρει. Ο Κράτης αυτοπαρουσιάζεται ως άλλος Οδυσσέας που επισκέπτεται τον Άδη και συναντά νεκρούς και αμαρτωλούς. Ορισμένοι φιλόλογοι υποθέτουν ότι το απόσπασμα προέρχεται από κάποιου είδους Νέκυιας του Κράτη, στην οποία παρωδούσε τη Μεγαρική Σχολή, παρουσιάζοντας τους εκπροσώπους της ως νεκρούς στον Κάτω Κόσμο. Ίσως τα δύο επόμενα αποσπάσματα (βλ. παρακ. στο κυρίως κείμενο) να ανήκαν στην ίδια παρωδία. Όσα ακολουθούν ενισχύουν αυτό το συμπέρασμα: η αναφορά στον Τυφωέα, τον μεγάλο αντίπαλο που κατανίκησε ο Δίας, τον έριξε στα Τάρταρα και στη συνέχεια πέταξε από πάνω του ένα τεράστιο βουνό-ηφαίστειο, παραπέμπει στην έννοια του τύφου, δηλαδή της φιλοσοφικής μωρίας που είναι ταυτόχρονα πνευματική τυφλότητα και αλαζονεία. Ο φιλοσοφικός αυτός  υπαινιγμός συνδυάζεται έξοχα με το γεγονός ότι ο Στίλπων καταγόταν από τα Μέγαρα, όπου υπάρχει μια περιοχή (Σουσάκι), η οποία αναδύει ηφαιστειακές αναθυμιάσεις. Το ρήμα ἐρίζεσκεν παραπέμπει στις ατέλειωτες και μάταιες, κατά τη γνώμη του Κράτη, φιλοσοφικές έριδες, στις οποίες ενεπλάκη ο Στίλπων και η Εριστική Σχολή των Μεγάρων γενικότερα. Οι σύντροφοι που είναι μαζεμένοι γύρω από τον Στίλπωνα θυμίζουν σκηνές μάχης γύρω από έναν νεκρό ήρωα, τον οποίο προσπαθούν να προστατέψουν οι συμμαχητές του. Η έκφραση παρά γράμμα μπορεί να νοηθεί όπως στη μετάφραση, «κατά γράμμα», με παραπομπή στην υπερβολική επιμονή των Μεγαρικών για λεπτολογία και ακριβολογία στα φιλοσοφικά επιχειρήματα. Μπορεί όμως να εννοηθεί και ως υπαινικτική διαστροφή ενός ονόματος (βλ. Αριστοτ., Ρητ. 1412a33, τὰ δὲ παρὰ γράμμα ποιεῖ οὐχ ὅ λέγει λέγειν, ἀλλ' ὅ μεταστρέφει ὅνομα). Ο υπαινιγμός θα αφορούσε τότε τη Νικαρέτη, την εταίρα και ερωμένη του Στίλπωνα. Συνεπώς οι Μεγαρικοί ξοδεύουν το χρόνο τους φιλοσοφώντας για μια πόρνη!
[iv] Ως ερετριακός ταύρος εννοείται εδώ ο φιλόσοφος Μενέδημος. Μαζί με τον Ασκληπιάδη ήταν συμμαθητές κοντά στον Στίλπωνα, ενώ αργότερα παρέμειναν πολύ στενοί φίλοι. Ο Μενέδημος διακρινόταν από μια ορισμένη τάση υπερβολική σοβαρότητας και αυστηρότητας, γεγονός που παρωδεί εδώ ο Κράτης. Η παρομοίωση με τον ταύρο παραπέμπει στην έκφραση ταυρηδόν βλέπω, δηλαδή κοιτώ με άγριο βλέμμα σαν ταύρος. Το απόσπασμα αυτό θα μπορούσε να αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου και ο Ασκληπιάδης με τον Μενέδημο  να αναφέρονται ανάμεσα στο πλήθος των συντρόφων που περιτριγυρίζουν τον Στίλπωνα στο προηγούμενο χωριό. Στην αρχή του αποσπάσματος θα μπορούσε τότε να εννοηθεί μία έκφραση του τύπου «είδα επίσης».
[v] Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι ο πρωταγωνιστής αυτού του χωρίου μαζί με τη γυναίκα του αποτελούν υπόδειγμα  φτώχειας και τιμιότητας.  Ο Λουκιανός παρουσιάζει κάποιον Μίκυλλο, ο οποίος είναι φτωχός υποδηματοποιός. Ωστόσο το απόσπασμα αυτό παρουσιάζει έντονο παραλληλισμό μ’ εκείνο που αφορά τον Στίλπωνα. Η φρασεολογία δίνει την εντύπωση ότι ο ομιλητής, αφού πέρασε το μέρος όπου βρισκόταν ο Στίλπων, ο Ασκληπιάδης και ο Μενέδημος, αμέσως παρακάτω βλέπει ακόμη έναν εκπρόσωπο της Μεγαρικής Σχολής. Είδαμε ότι ο Στίλπων παραλληλίζεται έμμεσα με τον μεγάλο αμαρτωλό Τάνταλο, ο οποίος διαρκώς υπέφερε από την πείνα. Στην Οδύσσεια ο Οδυσσέας αμέσως μετά τον Τάνταλο συναντά τον Σίσυφο, ο οποίος έχει τιμωρηθεί με το να μεταφέρει άσκοπα έναν τεράστιο λίθο. Εδώ ο Μίκυλος μαζί με τη γυναίκα του μοιάζουν να έχουν τιμωρηθεί ξαίνοντας αδιάκοπα μαλλί, προκειμένου να αποφύγουν τον λιμό.  Όπως συμβαίνει με τον Τάνταλο και τον Σίσυφο, η τιμωρία τους δεν έχει τέλος. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι το γεγονός ότι στα Μέγαρα ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού επιβίωνε κατασκευάζοντας έναν πολύ οικονομικό τύπο μάλλινου ενδύματος, το οποίο προοριζόταν  κυρίως για εξαγωγή στην Αττική. Ο τύπος αυτός ενδύματος ονομαζόταν εξωμίδα ή χλανίσκιον και τον προτιμούσαν ιδιαίτερα οι δούλοι. Γενικά τα Μέγαρα στα αποσπάσματα 347-349 σκιαγραφούνται αρνητικά ως μια πόλη στην οποία  οι φιλόσοφοι ερίζουν αδιάκοπα και μάταια για την υποτιθέμενη αρετή ή για μια πόρνη και στην οποία οι κάτοικοι επιβιώνουν  κατασκευάζοντας φθηνά ενδύματα. Από πολλές απόψεις τα Μέγαρα και η φιλοσοφία τους αποτελούν σύμβολο για  ένα είδος φιλοσοφικού Κάτω Κόσμου.

Σχόλια