Από τον Ελληνισμό της Ιταλίας: εγκώμιο βυζαντινού πρίγκιπα της Κάτω Ιταλίας (10ος αιώνας μ.Χ.)


Στα 1931 σε δύο διαδοχικά άρθρα του SILVIO GIUSEPPE MERCATI στο Archivio storico per la Calabria e la Lucania δημοσιεύτηκαν μερικές δεκάδες ιαμβικών στίχων σε αρχαΐζουσα γλώσσα, οι οποίοι βρέθηκαν στους κώδικες Vaticanus graecus 1257 (10ος αιώνας) και Vallicellianus graecus E 37 (του έτους 1317), υπό τον τίτλο (στον 2ο κώδικα) Ἐπιστολὴ εἰς φίλον φιλομαθῆ καὶ πεπαιδευμένον. Η σύνθεση ανάγεται στις αρχές του 10ου αιώνα στη νότια Ιταλία. Επαινείται με υπερβολικά εγκωμιαστικές λέξεις και φράσεις και στο πλαίσιο της παραδοσιακής βυζαντινής ρητορικής ένας νεαρός άρχοντας, για τον οποίο δεν ξέρουμε τίποτα από άλλες πηγές. Πέρα από την αναφορά στο όνομα της Καλαβρίας στον 1ο κώδικα και της Σικελίας στον 2ο, δηλαδή στη βυζαντινή διοίκηση της περιοχής, δεν υπάρχει άλλη ιστορική ή γεωγραφική αναφορά στους στίχους, για να μας διευκολύνει στο να εντοπίσουμε και να ταυτοποιήσουμε το πρόσωπο που επαινείται. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία, με βάση το ύφος, τη γλώσσα και την τεχνική, ότι όλοι οι στίχοι προέρχονται από τον ίδιο ποιητή.
Στον δεύτερο στίχο είναι αμφίβολο αν πρέπει να διαβάσουμε κύριο όνομα Τοῦλ(ι), δηλαδή Τούλλιε (πβ. κῦρι < κύριε) ή τη δεικτική αντωνυμία τοῦδ’ (τάδε στον 2ο κώδικα), διότι το Δ και το Λ βρίσκονται παλαιογραφικά κοντά μεταξύ τους. Προτίμησα στη μετάφραση την δεύτερη εκδοχή.
Κατά τα άλλα, οι ίαμβοι είναι αρκετά καλοί από τεχνική άποψη, καθώς τηρούν τους κανόνες του βυζαντινού δωδεκασύλλαβου και αποκαλύπτουν έναν ορισμένο βαθμό λογοτεχνικής κουλτούρας.


Πώς να περιγράψω την λαμπρότητα και την εξοχότητά σου,
θαυμαστέ, φαιδρέ και τερπνέ κύριε αυτού του τόπου,
διαυγές κόσμημα της Καλαβρίας (Σικελίας),
φωτοφόρο καύχημα των γονιών σου,
λαμπρό στολίδι των συνομηλίκων σου,
ευπατρίδων και αρχόντων;
Με ποιο αντάξιο χρυσοπλεγμένο στεφάνι
να στέψω την πολυαγαπημένη κεφαλή σου;
Ποια περίτεχνα και περίπλοκα λόγια ρητόρων
να χρησιμοποιήσω ή να επινοήσω, για να σε θαυμάσω αντάξια;
Θα ήθελα τώρα από τους πιο σοφούς του παλιού καιρού
οι πλέον έξοχοι να ήταν πάλι παρόντες,
για να στολίσουν εσένα με λόγια υπέρτατα.
Όμως τούτος ο πόθος να πραγματοποιηθεί δεν μπορεί.
Γιατί αυτούς τους κρύβει η πέτρα κι ο τάφος
με θλίψη στον Άδη κλεισμένους και στο σκοτάδι.
Πάει ο Πλάτωνας, δεν υπάρχει ο Σωκράτης,
ούτε εκείνος ο γλυκός Δημοσθένης.
Δεν υπάρχει ο Ορφέας, ο επιτήδειος μουσουργός,
που μάγευε με της λύρας τα κρούσματα τα άψυχα όντα,
να λαμπρύνει με τους χτύπους της τους δικούς σου επαίνους.
Όλοι τους χάθηκαν, από τη ζωή αποχώρησαν,
έφυγαν, πέταξαν και κρύφτηκαν μέσα στον τάφο.
Γι’ αυτό κινώντας κι εγώ με τρόπο κατάλληλο τα δάχτυλά μου,
που γνωρίζουν να συνθέτουν στίχους λεπτούς με τις πέντε χορδές τους,[1]
και αφού βουτήξω το καλάμι μου στο μελάνι με εύστοχο τρόπο,
πλέκω, πόδες μετρώ, στίχους υφαίνω και γράφω.[2]
Μακάρι να είσαι χαρούμενος ξακουστέ και λαμπρέ μεταξύ των νέων,
περίφημη απόλαυση της Καλαβρίας (Σικελίας),
ή για να το πω πιο καλά, όλης της οικουμένης.
Ονομαστό βλαστάρι από ρίζα αγαθή,
ευλογημένο ρείθρο πηγής διαυγούς,
βλάστημα σεμνό, κλαδί ευγενέστατο,
λευκόξανθη μορφή, νέε ρωμαλέε,
χρυσό  και όμορφο άνθος του βίου,
φωτεινό και τερπνό ευωδιαστό κρίνο.
Εσύ είσαι πάντα χρηστός και φιλόστοργος από τη φύση σου,
πράος, προσηνής, ταπεινός στην καρδιά,
σ’ όλους τους τρόπους σου λάμπεις φωτοβολώντας
και φανερώνεις τις ακτίνες των αρετών,
γεμάτος εντός σου με φρόνηση,
εξασκημένος εξαιρετικά στη σύνεση,
Στολισμένος με κάθε χρηστότητα
και με όλα τα ωραία γενικά εστεμμένος.
Ω! βλαστάρι που όλοι θαυμάζουν, κλωνάρι με ωραία φωνή,
σκύμνε τερπνέ, που σε αγκαλιάζουν οι συγγενείς σου,
με τέρπει και με μαγεύει ο γλυκός σου ο πόθος,
με καίει και με πληγώνει ο χρυσός έρωτας,
που ο Χριστός έκανε να μεγαλώσει μες στην καρδιά μου.
Θυμάμαι τα ποθητά σου λόγια,
συλλογίζομαι τους μελιστάλαχτους λόγους σου,
λάμπει και με τυφλώνει η όψη σου,
με φλέγει και με φωτίζει η ωραιότατη θέα σου,
Το ροδοστεφανωμένο σου πρόσωπο, το στολισμένο,
η ξανθιά σου η κόμη, τα σγουρά σου μαλλιά, τα μπλεγμένα,
το γρήγορο βλέμμα σου που χαρωπά κοιτάζει τους πάντες,
η λευκή παρειά η ολόλαμπρη,
η ροδαλή με αίμα σαν το κοχύλι,
η καλοσχηματισμένη μύτη, η εύτακτη, η μετρημένη,
το σεμνό, το κάλλιστο, το εύγλωττο στόμα,
τα κόκκινα χείλη σαν της φτερωτής πέρδικας,
σαν κόκκινο σπάρτο βαμμένα.
Και το υπόλοιπο άγαλμα του σώματός σου
έχει καλοσχηματισμένη και καλοταιριασμένη μορφή.
Πάμφωτο σέλας, ρόδο ανθηρό,
λαμπρότατη και χρυσόπεπλη μέρα,
που λάμπεις με ακτίνες κάθε μορφής
και στάζεις δροσοσταλίδες σαν μαργαριτάρια,
καθρέφτη που αντανακλάς σε εύληπτη, ταιριαστή μορφή
την ψυχική σου λαμπρότητα,[3]
χιτώνα με κρόσσια που έχεις πολύτιμους λίθους,
ήλεκτρο ή σμαράγδι, φως των αρετών,
άστρο ακτινοβόλο, γέννημα του ήλιου,
βλαστάρι χρυσό αμπελιού, θαλερό κλωνάρι,
αλησμόνητη παρηγοριά της ψυχής μου.
Ο Χριστός να σε φυλάξει για να ζήσεις χρόνια πολλά
και να σε δοξάσει με πολλά αξιώματα,[4]
να σ’ εξυψώσει στην καλή διακυβέρνηση,[5]
να σε φωτίσει και να σε λαμπρύνει με τις μορφές των αγαθών,
στερεώνοντας τη ζωή σου, απομακρύνοντας κάθε κακό,
μεγαλύνοντας και επαυξάνοντας το μάκρος της ζωής σου
μαζί με την θεοστεφανωμένη κοπέλα και σύζυγό σου,
αυτή τη λαμπρή σελήνη που κατάγεται από τρισευτυχισμένη γενιά.
Να σας έχει χαρούμενους, να σας καθοδηγεί, να σας έχει διαλεχτούς,
ώστε από τα λαγόνια σου και την κοιλιά της
να φέρετε στον κόσμο καρπό που θα μεγαλώσει την οικογένειά σας.


[1] Σε μια γκροτέσκα μεταφορά εξομοιώνει τις χορδές της λύρας του Ορφέα με τα δικά του πέντε δάχτυλα μέσω της σύνθετης λέξης πεντανευροχορδολεπτοσυνθέτους.
[2] Η αρχαία παράδοση παρομοίαζε τη σύνθεση στίχων με τη διαδικασία της ύφανσης και του πλεξίματος. Οι πόδες είναι οι μετρικοί πόδες του στίχου.
[3] Η έννοια του στίχου: η υπέροχη εξωτερική σου όψη καθρεφτίζει την εσωτερική ωραιότητα της ψυχής σου.
[4] Η λέξη δημαγωγία πρέπει να έχει εδώ την έννοια των αξιωμάτων στην πολιτική διοίκηση της αυτοκρατορίας.
[5] Η λέξη κοσμορυθμία δεν υπάρχει αλλού. Αν η ερμηνεία του προηγούμενου στίχου είναι σωστή, τότε κι εδώ έχουμε να κάνουμε με πολιτικά αξιώματα. Η λέξη κόσμος μπορούσε να δηλώνει την κυβέρνηση και ο ρυθμός υποδηλώνει την ευταξία.

Σχόλια